10 Νοεμβρίου 2011
18 Σεπτεμβρίου 2011
Σκόρπιες σκέψεις vol.2
Θεωρούσα πως μπροστά στους στίχους των ξένων κομματιών, εμείς είμαστε πουριτανοί. Mετά συνειδητοποίησα πως για μήνες, το πιο πετυχημένο ελληνικό κομμάτι είχε τίτλο "Mέσα σου". Σοβάρεψα απότομα.
Και νέα μέτρα κι άλλες εισφορές και καμία αύξηση και σύνταξη στα 80 κι έλλειψη σχολικών βιβλίων. Δεν νομίζω, Γιώργο.
Οι Τούρκοι ψάχνουν ελληνικό πετρέλαιο, ο Κύριος Μάκης συνελήφθη κι Ελλάδα δεν έχει λεφτά ούτε για τσίχλες. Υποψιάζομαι πως κι η Γη είναι σφαιρική.
Ψάχνω να βρω κάποιο αστείο στάτους για τη σύλληψη του Μάκη Ψωμιάδη, αλλά είναι η πρώτη φορά που ταλαντεύομαι ανάμεσα σε τουλάχιστον είκοσι αστεία. Δεν ξέρω, είναι τέτοιου σουρεαλιστικού επιπέδου η κατάσταση που θα το αφήσω έτσι. Φλου.
Υπάρχουν τρία θέσφατα στη ζωή: η γενιά του Πολυτεχνείου απέτυχε, ο σοσιαλισμός είναι ουτοπία κι η ζαμπονοτυρόπιτα πρέπει να΄χει σάλτσα ντομάτας.
Βρετανοί επιστήμονες υποστηρίζουν πως μόλις γεννήθηκε ο άνθρωπος που θα ζει μέχρι τα 150. Ντάξει, τί να μας πουν κι Βρετανοί. Εμείς, στην Ελλάδα, είμαστε εκατό χρόνια μπροστά· έχουμε τον Μητσοτάκη.
Γενικά δεν αντιπαθώ εύκολα. Δηλαδή, αν εξαιρέσεις τη Μέρκελ, τον Θέμη Γεωργαντά, την Κατερίνα Παπακώστα και τον Αλιάγα δεν έχω αντιπάθειες. Αλλά μου φαίνεται δύσκολο να μισήσω κάποιον περισσότερο απ΄αυτό το μαζούτ της ανθρωπότητας: τον πρόεδρο των ταξιτζίδων.
Η νέα μου πηγή έμπνευσης είναι η Σία Κοσιώνη. Περιμένω πώς και πώς να μην πάρουμε την 6η δόση, να κάνει σεξ η Μέρκελ, να σπάσει ο Δρομέας μπροστά απ΄το Hilton, να ξυρίσει το μουστάκι ο ΓΑΠ, να φτάσει η βενζίνη την τιμή του Tanqueray -κάτι τέλος πάντων- για να διακόπτει για έκτακτες ειδήσεις ο ΣΚΑΪ.
Tώρα που έπιασαν την παρουσιάστρια με τον κλεμμένο πίνακα ζωγραφικής, έχω την αίσθηση πως η κι αυθεντική Mόνα Λίζα είναι κρεμασμένη στο καμαρίνι του Γονίδη
Χρειαζόμαστε έναν πρωθυπουργό ηγέτη: Με το μυαλό του Steve Jobs, το στυλ του Jose Mourinho, την τόλμη του Julian Assange, τη φαντασία του Darren Aronofsky και τη γυναίκα του Marko Jaric. Έτσι βγαίνουν οι χώρες απ΄την κρίση.
Tα περισσότερα προβλήματα οφείλονται στο γεγονός πως κάποιος κάπου κάποτε, κάτι δεν κατάλαβε σωστά. Aυτός είναι ο λεγόμενος: μαλάκας.
Δεν ήθελα να το γράψω, αλλά θα το γράψω: Μετά το κατούρημα, όσο όσο όσο όσο καλά κι αν σκουπιστείς, η τελευταία σταγόνα θα φύγει στο μποξεράκι. Νόμος της ζωής.
Οι ευρωπαίοι έναν πρόταση, η σημαία στην Ελλάδα να κυματίζει μεσίστια, λόγω χρέους. Επίσης, θα μπορούσαμε να αφήσουμε όλοι μούσια και να τυλίξουμε μαύρη κορδέλα στο μπράτσο. Μόνο, να προλάβουμε να αντικαταστήσουμε τον εθνικό ύμνο με το σάουντρακ του Requiem for a dream. Μισές δουλειές δεν γίνονται.
Tα τρία δείγματα αυθεντικής ποπ τέχνης της σύγχρονης Aθήνας, είναι το μουστάκι του Παπανδρέου, οι Oμπρέλες του Zογγολόπουλου στο Ψυχικό και τα Starbucks της Γλυφάδας.
Mια κοπέλα, σήμερα, με ρώτησε γιατί τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν όπως παλιά. Δεν είχα απάντηση. Δεν υπάρχει απάντηση. Aπλώς, τα πράγματα δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ όπως πριν.
Μπορεί η ποιότητα της Παιδείας στη χώρα μας να συναγωνίζεται αυτήν των εκπομπών της Πάνια, μπορεί όταν η Μέρκελ έχει αγαμίες να της αναφέρουν την 6η δόση για να γελάει, αλλά το μείζον ζήτημα της εβδομάδας είναι πως στα McDonald's, το τσικενμπέργκερ, από 1 ευρώ πήγε στο 1,5. Πόρνη κοινωνία.
Τα σχολεία ανοίγουν χωρίς βιβλία -επιτέλους, να καταλάβουν πόσο δύσκολο είναι να διδάξεις ένα μάθημα που δεν έχει βιβλίο. Η εκδίκηση της Γυμναστικής, των Καλλιτεχνικών και της Μουσικής.
Αν υπάρχει μια φράση τόσο μίζερη που μπορεί να ξεπεράσει και τα έσχατα όρια του εκνευρισμού, μια διαφήμιση που κάνει ακόμα και τους κατοίκους του Νησιού να μοιάζουν κοσμοπολίτικοι, είναι αυτές οι καταραμένες δώδεκα λέξεις: «ΠΥΞ ΛΑΞ - Ένα όνομα που έγινε σύνθημα! Ένα σύνθημα που έγινε θρύλος!»
Γενικά δεν πιστεύω πως τα πάντα στη ζωή είναι προδιαγεγραμμένα. Αλλά σε μια χώρα που για τις λέξεις «crisis» και «judgement» χρησιμοποιεί το διττό λήμμα «κρίση», ε, κάποια στιγμή θα γίνουν όλα πουτάνα.
14 Σεπτεμβρίου 2011
4 Σεπτεμβρίου 2011
Σκόρπιες σκέψεις.
Καθόμουν στο ωραιότερο κοκτέιλ μπαρ της Bουλιαγμένης -με τα σκούρα μπλε του ουρανού και της θάλασσας να ενώνονται στον ορίζοντα- πίνοντας Tanqueray τόνικ σκεφτόμενος πως η στιγμή δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερη. Τότε, είδα την ξανθιά γαλανομάτα μετρέσα. Και NΔ να μου έλεγαν να ψηφίσω εκείνη τη στιγμή, θα ψήφιζα.
Τα έπιπλα, τον τελευταίο καιρό, απ΄το IKEA τείνουν να γίνουν τόσο περίπλοκα στη συναρμολόγηση, που έχω την αίσθηση πως κάποια στιγμή θα ανοίξω καμιά κούτα και θα΄χει μέσα έναν κορμό κι ένα τσεκούρι.
Το πάντα αγαπημένο υπουργείο παιδείας, επειδή δεν υπάρχει σάλιο στα ταμεία, σκέφτεται να δίνει DVD και φωτοτυπίες αντί για βιβλία. Μπορεί, επίσης, τα παιδιά να γράφουν πάνω στα χαρτομάντηλα που φέρνουν απ΄το σπίτι, για οικονομία. Ή να πιάνουν μόνοι τους σουπιές με μελάνι για να μην χρειάζονται στυλό. Το dvd είναι έξυπνη ιδέα, αφού ανάλογα με το μάθημα θα ποικίλει ανάμεσα σε Μαγκάιβερ και Τζούλια.
Ντάξει, παίζει να είμαι υπερβολικός, αλλά αυτός ο Justin Bieber δεν μοιάζει με 25άχρονη λεσβία;
Σκεφτόμουν πως αν κοντά το Island χτιστεί καμιά εκκλησία, θα μπορούσε άνετα να ονομαστεί "΄Aη Λαντ".
Τα κτήρια που στεγάζουν τα ελληνικά πανεπιστήμια, είναι σε τέτοια άθλια κατάσταση που κάθε φορά που ακούω πως έπεσαν οι βάσεις, νομίζω πως γκρεμίστηκαν οι σχολές.
Θέλω μια μέρα να συναντήσω αυτόν που σκέφτηκε και σχεδίασε το Google+ (σσ. Γκουγκλ πλας, χα). Να τον ρωτήσω: Γιατί;
Μέχρι τώρα, τρία πράγματα ήταν σίγουρα στη ζωή: ο θάνατος, οι φόροι και το γεγονός πως στο κουμπί 1 του τηλεκοντρόλ ήταν η ΕΤ1. Τώρα που θα κλείσει το κανάλι, έχω προβληματιστεί. Τί θα μπει στο κουμπί ένα;
Στην κλίμακα πρόστυχης γκόμενας 10=Mίλα Κούνις κι 1=Aνγκέλα Mέρκελ, η κοπέλα που μου έδωσε τον americano σήμερα στα Starbucks ήταν κάπου στο 9.
Το ύφος Καντάφι συνδυάζει καταπληκτικά το ύφος του μαλάκα των χαρακτήρων του Αρκά, το ύφος εκείνου που έχει τυφλωθεί απ΄την αντηλιά και το χαρά-λύπη-ένα στόμα της Γιάννας Αγγελοπουλουδασκαλάκη. Τρόμος.
Το Hamburg μεταφράζεται Αμβούργο. Το Strasbοurg μεταφράζεται Στραζβούργο. Το Edinburgh μεταφράζεται Εδιμβούργο. Γιατί το Salzburg μεταφράζεται Σάλτζμπουργκ. Γιατί όχι γαμημένο Σαλτζμπούργο;
Η χειρότερη φάρα ανθρώπων -πιο επικίνδυνη κι απ΄τους ταξιτζίδες, πιο καταραμένη κι απ΄αυτούς που λένε "η οδό"- είναι εκείνοι που μετά τα μέσα Αυγούστου, το πρώτο που σου λένε είναι «Καλό Χειμώνα». Στο διάολο.
Διέλυσε την ομάδα που πήρε νταμπλ. Κατήγγειλε τις δηλώσεις που δυναμιτίζουν τι κλίμα και την επομένη φώναζε: "Γαμώ τον πούστη τον Oλυμπιακό". ΄Eδιωξε όσους παίκτες γούσταρε η εξέδρα και κράτησε τον Bύντρα που όλοι μισούσαν. Πήρε 20 εκατομμύρια απ΄την Oυεφα, έκανε τρεις μεταγραφές επιπέδου Δ και έφτασε να αποκλείεται κι απ΄το Γιουρόπα. Στα θέματα χιούμορ, ο Tζίγκερ είναι ο θεός μου.
Yπάρχει πιο αρρωστημένο όνομα γλυκού απ΄το "Mαλλί της Γριάς"; Tζαστ σέινγκ.
Το σχέδιο για την διάσωση της Ελλάδας προχωράει κανονικά: τα ποδήλατα στους δρόμους πολλαπλασιάστηκαν, το χασίς νομιμοποιήθηκε και τα χρήματα εξαϋλώθηκαν. Θα γίνουμε πάλι τα Παιδιά των Λουλουδιών.
Η διαφήμιση της Vodafone με τον Γιάννη τον Slow είναι σχεδόν κομμάτι τέχνης.
27 Ιουλίου 2011
24 Ιουλίου 2011
Κι ήταν μόλις 27.
Χωρίς αμφιβολία, την Amy θα τη γράψει η ιστορία. Δίπλα στη Χόλιντεϊ. Δίπλα στον Μόρισον. Δίπλα στην Τζόπλιν. Δίπλα στον Κέρτις. Δίπλα σ΄όλα τα ασύγκριτα ταλέντα που πήραν πολύ σοβαρά την πεποίθηση του live fast, die young. Και κυρίως, δίπλα σ΄όσους τήρησαν μ΄ευλάβεια, το θέσφατο πως: Μετά το φλας, σκοτάδι.
Όλοι τώρα σχολίασαν το ανήθικο του προτύπου της Winehouse. Λες και χλευάσαμε τον Τσαϊκόφσκι, επειδή έγραψε τη «Λίμνη των Κύκνων» πνιγμένος στη βότκα. Ούτε μας συγκίνησαν λιγότερο, τα ποιήματα του Καβάφη, επειδή ήταν μια κακογαμημένη αδερφάρα. Η Amy, αν το είχε σκεφτεί, θα σνίφαρε και την τέφρα του παππού. Όμως ήταν κι η καλύτερη φωνή που πάτησε σ΄αυτόν το γαμημένο πλανήτη τα 27 τελευταία χρόνια.
Και γι΄αυτό θα κριθεί.
Ωραία.
Χρωστούσαμε στην αρχή.
Περίπου 380 δις ευρώ.
Αλλά.
Πήραμε δάνειο.
Και ΔΝΤ. Και ΕΚΤ. Και αγορές.
110 δις.
Ωραία.
Δεν μας έφτασαν.
Πήραμε κι άλλο.
Δεύτερο.
Και ΔΝΤ. Και ΕΚΤ. Και αγορές. Και ιδιώτες.
109 δις.
Ωραία.
Τα υπολογίσαμε.
Χρέος.
380+110+109
=599 δις.
Ούτε εξακόσια.
Ωραία.
Τώρα σοβαρά.
Δεν πιστεύεις πως κάτι κάνουμε λάθος;
Αλλά, δεν βαριέσαι.
Έχει ζέστη.
Καλοκαίρι.
Παραλία.
Μετά.
Από Σεπτέμβρη.
Ωραία;
Ωραία.
14 Ιουλίου 2011
28 Ιουνίου 2011
Το πρωτάθλημα είναι στημένο;
Μπα. Δεν είναι στημένο -δεν μπορεί να είναι στημένο. Γιατί αν ήταν θα το είχαμε διαβάσει στις αθλητικές εφημερίδες. Εκεί, δίπλα απ΄τους αποθεωτικούς τίτλους που καλωσόριζαν τους νέους Ζιντάν, ασχέτως αν στο εξάμηνο ήταν για γέλια. Ανάμεσα στα λόγια τα μεγάλα και στους προεδράρες που “δεν καταλάβαιναν τίποτα”. Υπήρχε χώρος εκεί. Υπήρχαν σελίδες, υπήρχε μελάνι. Δεν υπήρχε κουβέντα, όμως. Επειδή προφανώς όλα κρίνονταν μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου.
Δεν είναι στημένο. Γιατί οι πρόεδροι έχουν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους και σέβονται το fair play και την ουσία του αθλητισμού. Η αξία του ηττημένου δίνει δόξα στο νικητή. Κι εσύ μου λες πως επέλεγαν το νικητή και τον νικημένο. Δεν νομίζω. Αφού δεν είναι τέτοιοι άνθρωποι.
Δεν είναι στημένο γιατί στους κανόνες της ζωής, η κακιά εξαίρεση επιβεβαιώνει τον ηθικό κανόνα: για να στραβώσεις οτιδήποτε, πρέπει κάποτε να ήταν ίσιο. Εδώ μιλάμε ότι ψάχνουμε ίχνη γης σε απέραντη θάλασσα. Δεν γίνεται αυτό.
Δεν είναι στημένο. Γιατί αν ήταν, η πολιτεία θα είχε επιληφθεί του θέματος. Κάποιος απ΄την ΕΠΟ, τη Σουπερλίγκα, το υπουργείο θα είχε αναλάβει μια ευθύνη. Κάποιος, διάολε, θα είχε παραιτηθεί. Κάποιος Πάγκαλος της μπάλας θα χτύπαγε το χέρι στο τραπέζι και θα φώναζε: Μαζί τα στήσαμε! Αλλά τίποτα· σιγή.
Κυρίως όμως, δεν είναι στημένο, γιατί αν ήταν είσαι κι εσύ συνένοχος. Που έπαιζες στοίχημα ρωτώντας από δω κι από κει. Που αγόραζες εφημερίδες για να μάθεις το παρασκήνιο. Που χαμογελούσες κάθε φορά που μιλούσαν για δίκαιη νίκη. Που έβριζες και κυνηγούσες διαιτητές. Που ήξερες και δεν μιλούσες.
Οι ομάδες είναι ιδέες, έτσι δεν λένε; Έτσι λένε. Μια ιδέα είναι σπουδαία, όταν εμπνέει τον κόσμο. Στις ιδέες δεν στοιχηματίζεις. Δεν αφήνεις άλλους να τις πουλήσουν. Πάντοτε πίστευα πως ένας ηθικός δεν τρομοκρατείται: Σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ.
Έτσι κι αλλιώς, ως χώρα, τις πιο μεγάλες χαρές τις ζήσαμε ως ομάδα. Τα πιο μεγάλα προβλήματα τα αντιμετωπίζαμε ως ομάδα. Όλοι για έναν. Όταν θέλαμε να πιστέψουμε κάπου, πιστεύαμε στη δύναμη της ομάδας. Αφού η ομάδα είναι ιδέα, έτσι δεν λένε; Έτσι είναι. Κι οι ιδέες δεν στήνονται.
Δεν είναι στημένο. Γιατί οι πρόεδροι έχουν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους και σέβονται το fair play και την ουσία του αθλητισμού. Η αξία του ηττημένου δίνει δόξα στο νικητή. Κι εσύ μου λες πως επέλεγαν το νικητή και τον νικημένο. Δεν νομίζω. Αφού δεν είναι τέτοιοι άνθρωποι.
Δεν είναι στημένο γιατί στους κανόνες της ζωής, η κακιά εξαίρεση επιβεβαιώνει τον ηθικό κανόνα: για να στραβώσεις οτιδήποτε, πρέπει κάποτε να ήταν ίσιο. Εδώ μιλάμε ότι ψάχνουμε ίχνη γης σε απέραντη θάλασσα. Δεν γίνεται αυτό.
Δεν είναι στημένο. Γιατί αν ήταν, η πολιτεία θα είχε επιληφθεί του θέματος. Κάποιος απ΄την ΕΠΟ, τη Σουπερλίγκα, το υπουργείο θα είχε αναλάβει μια ευθύνη. Κάποιος, διάολε, θα είχε παραιτηθεί. Κάποιος Πάγκαλος της μπάλας θα χτύπαγε το χέρι στο τραπέζι και θα φώναζε: Μαζί τα στήσαμε! Αλλά τίποτα· σιγή.
Κυρίως όμως, δεν είναι στημένο, γιατί αν ήταν είσαι κι εσύ συνένοχος. Που έπαιζες στοίχημα ρωτώντας από δω κι από κει. Που αγόραζες εφημερίδες για να μάθεις το παρασκήνιο. Που χαμογελούσες κάθε φορά που μιλούσαν για δίκαιη νίκη. Που έβριζες και κυνηγούσες διαιτητές. Που ήξερες και δεν μιλούσες.
Οι ομάδες είναι ιδέες, έτσι δεν λένε; Έτσι λένε. Μια ιδέα είναι σπουδαία, όταν εμπνέει τον κόσμο. Στις ιδέες δεν στοιχηματίζεις. Δεν αφήνεις άλλους να τις πουλήσουν. Πάντοτε πίστευα πως ένας ηθικός δεν τρομοκρατείται: Σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ.
Έτσι κι αλλιώς, ως χώρα, τις πιο μεγάλες χαρές τις ζήσαμε ως ομάδα. Τα πιο μεγάλα προβλήματα τα αντιμετωπίζαμε ως ομάδα. Όλοι για έναν. Όταν θέλαμε να πιστέψουμε κάπου, πιστεύαμε στη δύναμη της ομάδας. Αφού η ομάδα είναι ιδέα, έτσι δεν λένε; Έτσι είναι. Κι οι ιδέες δεν στήνονται.
23 Ιουνίου 2011
Η ζωή που δεν έζησα
Θα μπορούσαν τα πράγματα να ήταν αλλιώς. Ξέρεις, να τα είχαμε βρει. Να είχαμε μια συνασπισμένη κυβέρνηση, να καταστρώναμε ένα σχέδιο εξόδου απ΄την κρίση της κοινωνίας. Κι αν φτάναμε ως εκεί θα βρίσκαμε και την έξοδο απ΄τη λιγότερο σημαντική κρίση· την οικονομική.
Γιατί αν το σκεφτείς λίγο πιο βαθιά, εκεί στα διάτρητα θεμέλια της χώρας, αν από κάτι έχουμε ανάγκη, αν για κάτι διαμαρτυρόμαστε κι αν για κάτι πλημμυρίζουμε εδώ και τριάντα μερόνυχτα την κεντρική πλατεία της χώρας, είναι η αίσθηση του δικαίου. Τα φάγαμε; Ναι τα φάγαμε! Αλλά, ρε διάολε, ούτ΄εκεί ήσουν δίκαιος -μ΄έριξες στη μοιρασιά.
Αλλά είμαστε σπόρος που δεν πεθαίνει, έτσι δεν είναι; Σ΄αυτή τη χώρα του μηδενός και του απείρου, τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη σημασία απ΄το να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα. Στο σημείο μηδέν του μέλλοντος μιας χώρας, δυο πολιτικοί αρχηγοί κοίταζαν το μέλλον μιας παράταξης. Ο ένας δεν ήθελε να μαρτυρούν τις συνομιλίες τους, λες και θα χανόταν το μυστικό. Ο άλλος ήθελε να είναι εκείνος ο αρχηγός του αρχηγού. Δεν υπάρχει αίσθηση της πραγματικότητας.
Κι ύστερα ξανάρθαν οι μέλισσες. Ήρθαν τα Μεσοπρόθεσμα προγράμματα κι οι ληξιπρόθεσμες ζωές. Σου ζητούν να ψηφίσεις αν προτιμάς να μια ετοιμόρροπη καθημερινότητα ή ατελείωτες υποθηκευμένες μέρες. Παράνοια, λένε, είναι η πεποίθηση πως με την επανάληψη των ίδιων μεθόδων θα πετύχεις διαφορετικό αποτέλεσμα. Αλλά ξέρεις κάτι: Βαρέθηκα.
Βαρέθηκα να περιμένω ένα καλύτερο μέλλον. Αφού δεν θα υπάρξει. Βαρέθηκα να λέω “δεν πειράζει”. Αφού, με πειράζει. Βαρέθηκα να ακολουθώ τον ίδιο δρόμο. Αφού ένα τρένο που βγαίνει απ΄τις ράγες, δεν προσπαθείς να το επαναφέρεις· το ξεχνάς. Βαρέθηκα, τις μέρες μου να τις περνώ σε μια πλατεία. Αφού προτιμώ τη θάλασσα. Βαρέθηκα, εσύ να είσαι εσύ κι εγώ να είμαι εγώ -θελώ εσύ να γίνεις μια φορά εγώ. Αφού δεν πρέπει να ανησυχείς, θα σε βγάλω εγώ απ΄την κρίση. Μα πιο πολύ βαρέθηκα να νιώθω πως κάτι μπορεί να γίνει κι όλο δεν γίνεται.
Αλλά, δεν βγάζει πουθενά. Ένας ξεθωριασμένος γαλανός κύκλος είναι. Μόνο, την επόμενη φορά που θα κοιτάξεις έξω απ΄το παράθυρο, στη θάλασσα, στο πάρκο, στην πλατεία, στα σπίτια, θυμήσου πως όλοι στον ίδιο υπόνομο ζούμε. Απλώς μερικοί από μας κοιτάζουν τα αστέρια. Λοιπόν, αυτό: προσπάθησε κι εσύ, να είσαι ένας από μας.
Γιατί αν το σκεφτείς λίγο πιο βαθιά, εκεί στα διάτρητα θεμέλια της χώρας, αν από κάτι έχουμε ανάγκη, αν για κάτι διαμαρτυρόμαστε κι αν για κάτι πλημμυρίζουμε εδώ και τριάντα μερόνυχτα την κεντρική πλατεία της χώρας, είναι η αίσθηση του δικαίου. Τα φάγαμε; Ναι τα φάγαμε! Αλλά, ρε διάολε, ούτ΄εκεί ήσουν δίκαιος -μ΄έριξες στη μοιρασιά.
Αλλά είμαστε σπόρος που δεν πεθαίνει, έτσι δεν είναι; Σ΄αυτή τη χώρα του μηδενός και του απείρου, τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη σημασία απ΄το να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα. Στο σημείο μηδέν του μέλλοντος μιας χώρας, δυο πολιτικοί αρχηγοί κοίταζαν το μέλλον μιας παράταξης. Ο ένας δεν ήθελε να μαρτυρούν τις συνομιλίες τους, λες και θα χανόταν το μυστικό. Ο άλλος ήθελε να είναι εκείνος ο αρχηγός του αρχηγού. Δεν υπάρχει αίσθηση της πραγματικότητας.
Κι ύστερα ξανάρθαν οι μέλισσες. Ήρθαν τα Μεσοπρόθεσμα προγράμματα κι οι ληξιπρόθεσμες ζωές. Σου ζητούν να ψηφίσεις αν προτιμάς να μια ετοιμόρροπη καθημερινότητα ή ατελείωτες υποθηκευμένες μέρες. Παράνοια, λένε, είναι η πεποίθηση πως με την επανάληψη των ίδιων μεθόδων θα πετύχεις διαφορετικό αποτέλεσμα. Αλλά ξέρεις κάτι: Βαρέθηκα.
Βαρέθηκα να περιμένω ένα καλύτερο μέλλον. Αφού δεν θα υπάρξει. Βαρέθηκα να λέω “δεν πειράζει”. Αφού, με πειράζει. Βαρέθηκα να ακολουθώ τον ίδιο δρόμο. Αφού ένα τρένο που βγαίνει απ΄τις ράγες, δεν προσπαθείς να το επαναφέρεις· το ξεχνάς. Βαρέθηκα, τις μέρες μου να τις περνώ σε μια πλατεία. Αφού προτιμώ τη θάλασσα. Βαρέθηκα, εσύ να είσαι εσύ κι εγώ να είμαι εγώ -θελώ εσύ να γίνεις μια φορά εγώ. Αφού δεν πρέπει να ανησυχείς, θα σε βγάλω εγώ απ΄την κρίση. Μα πιο πολύ βαρέθηκα να νιώθω πως κάτι μπορεί να γίνει κι όλο δεν γίνεται.
Αλλά, δεν βγάζει πουθενά. Ένας ξεθωριασμένος γαλανός κύκλος είναι. Μόνο, την επόμενη φορά που θα κοιτάξεις έξω απ΄το παράθυρο, στη θάλασσα, στο πάρκο, στην πλατεία, στα σπίτια, θυμήσου πως όλοι στον ίδιο υπόνομο ζούμε. Απλώς μερικοί από μας κοιτάζουν τα αστέρια. Λοιπόν, αυτό: προσπάθησε κι εσύ, να είσαι ένας από μας.
9 Ιουνίου 2011
Ημερολόγιο Συντάγματος
Πήγα στο Σύνταγμα για ν΄αγανακτήσω. Κι έβλεπα γύρω μου γνωστούς κι αγνώστους να διαμαρτύρονται, να τραγουδούν, να τρώνε και να πίνουν. Να φωνάζουν συνθήματα, να μουτζώνουν, να βρίζουν και να αναζητούν πολλά χαμένα δίκια. Εκατό χιλιάδες και βάλε, σε μια στριμωγμένη πλατεία που μετατράπηκε σε προπύργιο αντίδρασης και μια ντουζίνα γύρω δρόμους που φώναζαν κι εκείνοι παρόντες. Κι απέναντι μια ευτελισμένη -πάλευκη στους τοίχους και κατάμαυρη στην ψυχή- Βουλή να στέκει εναντίον όλων. Αλλά δεν τη λυπάσαι.
Νόμιζα πως ζούσα παρελθοντικές καταστάσεις. Ο κόσμος μούτζωνε σαν σε ασπρόμαυρη ελληνική ταινία. Χαρακτήρες που γελούσαν συζητώντας κοινωνικά θέματα κι έμοιαζαν βγαλμένοι από πεζογράφημα του Καραγάτση -το «10» στην πλατεία Συντάγματος. Στην ουσία, ξαναζούμε τη δεκαετία του ΄50. Απλώς, φοράμε λευκά allstar στα πόδια και κρατάμε iphone. Κατά τ΄άλλα, ο χρόνος γύρισε πίσω.
Αν κάτι έλειπε ήταν το σάουντρακ της βραδιάς. Πολλές μαζεμένες επιμέρους μουσικές, αλλά στην ουσία το συνονθύλευμα νοτών περισσότερο σε μπέρδευε παρά μπορούσε να σε εμπνεύσει. Ούτε Θεοδωράκης, ούτε Χατζιδάκις, ούτε Παπακωνσταντίνου. Λίγοι Radiohead έλειπαν. Και μια δυνατή φωνή να αντηχεί στους γύρω δρόμους: I’m a creep.
Κοιτούσες ψηλά βλέποντας τον έναστρο ουρανό και σκεφτόσουν πως εκείνη τη στιγμή αντιστεκόσουν για κάτι. Δεν ξέρω αν υπερίσχυε η αγανάκτηση του παρελθόντος ή η αβεβαιότητα του μέλλοντος, αλλά η ανθρώπινη αύρα σε γέμιζε αισιοδοξία. Κι η χαλαρή κουφόβραση, ιδρώτα. Σημάδι των καιρών.
Δεν κάθησα πολύ. Άναψα τσιγάρο και κοίταξα μ΄ένα μικρό μειδίαμα, ξανά, γύρω μου. Οι αντιθέσεις τις ζωής, εκείνη τη στιγμή, μου φάνηκαν τόσο αστείες: Τα πιο χλιδάτα ξενοδοχεία της πόλης κύκλωναν την πρώτη πλατεία κι ένα πλήθος που έβραζε για την κατάντια της χώρας του. Τράβηξα μια τελευταία τζούρα και μπήκα στο ταξί. Κι αν εκείνη τη στιγμή με ρωτούσαν, τί διάολο μου΄μεινε απ΄τη βραδιά, για κάτι ασπρόμαυρες μούτζες θα τους έλεγα. Και για ένα φεγγάρι.
Νόμιζα πως ζούσα παρελθοντικές καταστάσεις. Ο κόσμος μούτζωνε σαν σε ασπρόμαυρη ελληνική ταινία. Χαρακτήρες που γελούσαν συζητώντας κοινωνικά θέματα κι έμοιαζαν βγαλμένοι από πεζογράφημα του Καραγάτση -το «10» στην πλατεία Συντάγματος. Στην ουσία, ξαναζούμε τη δεκαετία του ΄50. Απλώς, φοράμε λευκά allstar στα πόδια και κρατάμε iphone. Κατά τ΄άλλα, ο χρόνος γύρισε πίσω.
Αν κάτι έλειπε ήταν το σάουντρακ της βραδιάς. Πολλές μαζεμένες επιμέρους μουσικές, αλλά στην ουσία το συνονθύλευμα νοτών περισσότερο σε μπέρδευε παρά μπορούσε να σε εμπνεύσει. Ούτε Θεοδωράκης, ούτε Χατζιδάκις, ούτε Παπακωνσταντίνου. Λίγοι Radiohead έλειπαν. Και μια δυνατή φωνή να αντηχεί στους γύρω δρόμους: I’m a creep.
Κοιτούσες ψηλά βλέποντας τον έναστρο ουρανό και σκεφτόσουν πως εκείνη τη στιγμή αντιστεκόσουν για κάτι. Δεν ξέρω αν υπερίσχυε η αγανάκτηση του παρελθόντος ή η αβεβαιότητα του μέλλοντος, αλλά η ανθρώπινη αύρα σε γέμιζε αισιοδοξία. Κι η χαλαρή κουφόβραση, ιδρώτα. Σημάδι των καιρών.
Δεν κάθησα πολύ. Άναψα τσιγάρο και κοίταξα μ΄ένα μικρό μειδίαμα, ξανά, γύρω μου. Οι αντιθέσεις τις ζωής, εκείνη τη στιγμή, μου φάνηκαν τόσο αστείες: Τα πιο χλιδάτα ξενοδοχεία της πόλης κύκλωναν την πρώτη πλατεία κι ένα πλήθος που έβραζε για την κατάντια της χώρας του. Τράβηξα μια τελευταία τζούρα και μπήκα στο ταξί. Κι αν εκείνη τη στιγμή με ρωτούσαν, τί διάολο μου΄μεινε απ΄τη βραδιά, για κάτι ασπρόμαυρες μούτζες θα τους έλεγα. Και για ένα φεγγάρι.
13 Απριλίου 2011
Ο κόσμος θα γίνει καλύτερος;
Έχω κάτσει πολλές φορές να το σκεφτώ και πάντα καταλήγω στο ίδιο κυνικό συμπέρασμα: Όχι, ο κόσμος δεν μπορεί να γίνει καλύτερος. Και ξέρεις γιατί; Γιατί όλες οι γενιές είναι ίδιες. Σφίζουν από υγεία και ιδέες αλλά πεθαίνουν στον άσσο. Μια ωραία ανάμνηση μένουν, σαν τις παλιές αγάπες που κρυφτήκαν σε χαμένους παραδείσους, γιατί στα πιο μεγάλα «θέλω» κάναν πίσω. Έτσι δεν πάει;
Θυμάσαι ένα κάποιο Παρίσι, μια θλιμμένη άνοιξη του ΄68, που άνθρωποι και λουλούδια πίστεψαν πως κάτι θα άλλαζε; Οργισμένα νιάτα, εργατικά συνδικάτα, χίπις και μελωδίες των Μπιτλς είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους. Αν κάτι θα μπορούσε να πετύχει ήταν η αυθόρμητη αντίδραση σ΄ένα σάπιο σύστημα, σε μια πραγματικότητα που έπαψε προς πολλού να είναι ανεκτή. Μια ιδέα που ξεκίνησε από κει που πρέπει όλες οι ιδέες και τα όνειρα να ξεκινούν: απ΄τους νέους. Τους νέους που δυστυχώς ζούσαν στο μηδέν και κοιτούσαν στο άπειρο.
Κι όμως η γενιά του Μάη του ΄68 απέτυχε.
Θυμάσαι ένα κάποιο Πολυτεχνείο; Ένα ματωμένο Νοέμβρη του ΄73 που ένα κτήριο έγινε σύμβολο μιας γενιάς, που σ΄ένα πανεπιστήμιο χτυπούσε η καρδιά μιας ολόκληρης χώρας. Μια μεταπολιτευτική στιγμή ελπίδας πως αν μπορούσε να δωθεί ένα τέλος, θα έπρεπε να δωθεί τότε. Τα ραδιόφωνα φώναζαν «Εδώ Πολυτεχνείο» στο ρυθμό της εξέγερσης ενώ ένα τανξ προσπαθούσε να σκοτώσει τα όνειρα του κόσμου χτυπώντας με δύναμη τη σιδερένια πύλη. Μια γενιά που έβραζε αλλά χυνόταν επιβάλλονταν να κάνει την αλλαγή.
Κι όμως η γενιά του Πολυτεχνείου απέτυχε.
Θυμάσαι μια κάποια Αθήνα, το δεκεμβριανό χειμώνα του ΄08. Ένα αυθόρμητο μίσος κατά των πάντων, σε ένα σκηνικό γεμάτο φωτιές, αστυνομίες και σπασμένες βιτρίνες. Την ώρα που το αίμα του δεκαπεντάχρονου δεν είχε ακόμα στεγνώσει απ΄το δρόμο, το αίμα του κόσμου έβραζε. Μια αστυνομία θύμα και θύτης. Από σιωπηλές διαμαρτυρίες μέχρι φλεγόμενα δέντρα, κάτι έδειχνε να έχει φτάσει στο απροχώρητο. Κι αν έπρεπε να γίνει ένα βήμα μπροστά, έπρεπε να γίνει μέσα απ΄τα συντρίμμια.
Κι όμως η γενιά των Δεκεμβριανών θα αποτύχει.
Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Μια Δημοκρατία δέσμια του χαρακτήρα της. Ένα πολίτευμα που αυτοαναιρείται. Λυπάμαι γιατί ο κανόνας λέει πως οι ελπίδες διαψεύδονται. Λυπάμαι γιατί τα όνειρα μιας γενιάς έσβησαν μαζί με τον Τζων Λένον. Λυπάμαι γιατί τις προσδοκίες μιας μεταπολίτευσης τις πάτησε ένα άρμα. Λυπάμαι γιατί το μέλλον της γενιάς μου κάηκε μαζί με το δέντρο του Συντάγματος. Μα πιο πολύ, λυπάμαι γιατί ζω σε ένα κόσμο που θεωρεί πως όταν τρεις λύκοι κι ένα πρόβατο ψηφίζουν τι θα φάνε, αυτό θα πει δημοκρατία.
Θυμάσαι ένα κάποιο Παρίσι, μια θλιμμένη άνοιξη του ΄68, που άνθρωποι και λουλούδια πίστεψαν πως κάτι θα άλλαζε; Οργισμένα νιάτα, εργατικά συνδικάτα, χίπις και μελωδίες των Μπιτλς είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους. Αν κάτι θα μπορούσε να πετύχει ήταν η αυθόρμητη αντίδραση σ΄ένα σάπιο σύστημα, σε μια πραγματικότητα που έπαψε προς πολλού να είναι ανεκτή. Μια ιδέα που ξεκίνησε από κει που πρέπει όλες οι ιδέες και τα όνειρα να ξεκινούν: απ΄τους νέους. Τους νέους που δυστυχώς ζούσαν στο μηδέν και κοιτούσαν στο άπειρο.
Κι όμως η γενιά του Μάη του ΄68 απέτυχε.
Θυμάσαι ένα κάποιο Πολυτεχνείο; Ένα ματωμένο Νοέμβρη του ΄73 που ένα κτήριο έγινε σύμβολο μιας γενιάς, που σ΄ένα πανεπιστήμιο χτυπούσε η καρδιά μιας ολόκληρης χώρας. Μια μεταπολιτευτική στιγμή ελπίδας πως αν μπορούσε να δωθεί ένα τέλος, θα έπρεπε να δωθεί τότε. Τα ραδιόφωνα φώναζαν «Εδώ Πολυτεχνείο» στο ρυθμό της εξέγερσης ενώ ένα τανξ προσπαθούσε να σκοτώσει τα όνειρα του κόσμου χτυπώντας με δύναμη τη σιδερένια πύλη. Μια γενιά που έβραζε αλλά χυνόταν επιβάλλονταν να κάνει την αλλαγή.
Κι όμως η γενιά του Πολυτεχνείου απέτυχε.
Θυμάσαι μια κάποια Αθήνα, το δεκεμβριανό χειμώνα του ΄08. Ένα αυθόρμητο μίσος κατά των πάντων, σε ένα σκηνικό γεμάτο φωτιές, αστυνομίες και σπασμένες βιτρίνες. Την ώρα που το αίμα του δεκαπεντάχρονου δεν είχε ακόμα στεγνώσει απ΄το δρόμο, το αίμα του κόσμου έβραζε. Μια αστυνομία θύμα και θύτης. Από σιωπηλές διαμαρτυρίες μέχρι φλεγόμενα δέντρα, κάτι έδειχνε να έχει φτάσει στο απροχώρητο. Κι αν έπρεπε να γίνει ένα βήμα μπροστά, έπρεπε να γίνει μέσα απ΄τα συντρίμμια.
Κι όμως η γενιά των Δεκεμβριανών θα αποτύχει.
Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Μια Δημοκρατία δέσμια του χαρακτήρα της. Ένα πολίτευμα που αυτοαναιρείται. Λυπάμαι γιατί ο κανόνας λέει πως οι ελπίδες διαψεύδονται. Λυπάμαι γιατί τα όνειρα μιας γενιάς έσβησαν μαζί με τον Τζων Λένον. Λυπάμαι γιατί τις προσδοκίες μιας μεταπολίτευσης τις πάτησε ένα άρμα. Λυπάμαι γιατί το μέλλον της γενιάς μου κάηκε μαζί με το δέντρο του Συντάγματος. Μα πιο πολύ, λυπάμαι γιατί ζω σε ένα κόσμο που θεωρεί πως όταν τρεις λύκοι κι ένα πρόβατο ψηφίζουν τι θα φάνε, αυτό θα πει δημοκρατία.
12 Απριλίου 2011
Σενάρια που θα αφήσουν εποχή (part 2)
Η συνέχεια του αφιερώματος στην έκδοση του Μικρού Νικόλα.
Οσκαρική ταινία εποχής: Γερμανία 1939. Ένας άπληστος βιομήχανος εκμεταλλεύεται τους εργάτες του. Φτάνουν στα όρια της εξαθλίωσης. Όταν, όμως, συνειδητοποιεί πως οι Ναζί σκοπεύουν να τους σκοτώσουν όλους, σε θαλάμους αερίων, δημιουργεί μια λίστα 1100 ονομάτων, τους οποίους φυγαδεύει. Έτσι, αν και ποντικομούρης, αποδεικνύεται ήρωας. Στη λίστα του, όμως, δεν ήταν Εβραίοι. Ήταν Χελωνονιντζάκια. «Η Λίστα του Σπλίντερ»
Μεταμεσονύχτια ιδέα, βασισμένη στο Requiem for a Dream: Ρομαντικός ηδονοβλεψίας οπερατέρ, πηγαίνει ως στη Βιέννη για ένα ποτό και καταγράφει, στην κάμερα, κάθε στιγμή. Γίνεται εμμονικός. Κι οδηγείται στην παράνοια. «Rec Vienne for a Drink»
Οσκαρική ταινία εποχής: Γερμανία 1939. Ένας άπληστος βιομήχανος εκμεταλλεύεται τους εργάτες του. Φτάνουν στα όρια της εξαθλίωσης. Όταν, όμως, συνειδητοποιεί πως οι Ναζί σκοπεύουν να τους σκοτώσουν όλους, σε θαλάμους αερίων, δημιουργεί μια λίστα 1100 ονομάτων, τους οποίους φυγαδεύει. Έτσι, αν και ποντικομούρης, αποδεικνύεται ήρωας. Στη λίστα του, όμως, δεν ήταν Εβραίοι. Ήταν Χελωνονιντζάκια. «Η Λίστα του Σπλίντερ»
»Συγκινητική κι επίκαιρη (λόγω Φουκοσίμα) ταινία: Βρισκόμαστε στη μακρινή και πολύπαθη Ιαπωνία. Σε κάποιο οροπέδιο, υπάρχει ο Ναός που διδάσκει ακόμη τα μυστικά του Μπουσίντο, του κώδικα των Σαμουράι. Ξαφνικά, εμφανίζεται ένας κοντός Αμερικανός, ονόματι Τομ Κρουζ. Ζητά να μυηθεί στην τέχνη των μαχητών. Είναι ικανός. Έχει θέληση. Αλλά έχει κι αδύναμη κύστη. Στα μισά κάθε προπόνησης, τον πιάνει τρελή συχνουρία. «Ο Τελευταίος Κατουράει»
Συγκινητικό μπλοκμπάστερ: Ατλαντικός, 1912. Το μεγαλύτερο υπερωκεάνιο του κόσμου σκάει πάνω σε παγόβουνο. Κάποιοι προλαβάινουν να μπουν στις λέμβους. Καθώς το πλοίο βουλιάζει με την πλώρη, πολλοί πέφτουν πάνω στις γιγάντιες, σκουριασμένες προπέλες του. Οι πληγές τους μολύνονται. Έτσι, ακόμη κι όσοι γλίτωσαν από τα παγωμένα νερά, πάνω σε σωσίβια ή σχεδίες, αργοπεθαίνουν από τέτανο. «Τετανικός»
Αλληγορικό ξενόγλωσσο αριστούργημα: Βρισκόμαστε στην εμπόλεμη Ισπανία του '44. Η μικρή Ofelia ονειρεύεται πως ένας Έλληνας μετανάστης, ο Χρύσανθος Πανάς, θέλει να δώσει κουράγιο στο λαό που υποφέρει από τους βομβαρδισμούς. Έτσι, δημιουργεί έναν υπόγειο χώρο εστίασης και διασκέδασης, στις κατακόμβες των καταφυγίων. Ένα υπόγειο κλαμπ, ωσάν λαβύρινθος. «Ο Λαβύρινθος του Πανά»
Καλτ και ξόρκια: Ο Χάρης είναι χεβιμεταλάς. Μηχανή, μακριά μαλλιά, μπλούζες των Maiden κτλ. Κυρίως, έχει φετίχ με τις μπότες. Άπειρα ζευγάρια. Ξαφνικά, ανακαλύπτει πως είναι μάγος. Ενθουσιάζεται. Παρατάει τη μηχανή και κυκλοφορεί με σκουπόξυλο. Αντί για ροκ μπλούζες, φορά μανδύα. Και πολεμά τους θανατοφάγους θαυμαστές της Λέιντι Γκάγκα. Ποτέ, όμως, δεν αποχωρίζεται τις αγαπημένες του μπότες. «Χάρη Μπότερ»
Κατασκοπευτική περιπέτεια: Στο Λουτράκι, κόντρα στην κρίση, κατασκευάζουν ένα εντυπωσιακό, σφαιρικό, οικοδόμημα από γυαλί, να στεγάσει το καζίνο. Προσελκύει θαυμαστές απ' όλο τον κόσμο. Ώσπου σκάει ο Μποντ. Σε μυστική αποστολή της Βρετανικής κυβέρνησης, να το καταστρέψει, γιατί χάνει λεφτά ο Γουίλιαμ Χιλ. Με μυστική πατέντα, το πλημμυρίζει με νερό Λουτρακίου, απ' την πηγή. Οι θαμώνες πνίγονται ωσάν χρυσόψαρα στη γυάλα. «Καζίνο Ρουαγυάλα»
Τα όσκαρ να πέφτουνε βροχή: Βρετανός πρίγκιπας, λατρεύει το λιβάδι που απλώνεται δυτικά του παλατιού. Εκεί παίζει κυνηγητό, κυλιέται. Εκεί πρωτογεύεται τον έρωτα με την αγαπημένη του. Όταν γίνεται βασιλιάς, εκεί κάνει τις μυστικές του συζητήσεις. Εκεί ιππεύει. Κι εκεί πεθαίνει, από ανακοπή, στα βαθιά γεράματα. Όλη του η ζωή κι ο θάνατος, ένα λιβάδι. Ένας λόγγος. «Ο Λόγγος του Βασιλιά»
Συγκινητική και μάλλινη: Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, έξω απ' τη Λάρισα, ζει μια νεόπλουτη οικογένεια τυροκόμων. Ο μοναχογιός του ζευγαριού εμφανίζει συμπτώματα νοητικής καθυστέρησης. Κι έχει εμμονή με τα καλοκαιρινά ρούχα. Ακόμη και το χειμώνα. Η μάνα του αγοράζει όμορφα, επώνυμα, πουλόβερ και συνεχώς του θυμίζει να τα φοράει. «Φόρεσ΄Gant»
Εμπνευσμένη απ' το One flew over the Cuckoo's nest: Ο Τζακ Νίκολσον είναι ιδιοκτήτης φούρνου. Λόγω της οικονομικής κρίσης, φτάνει στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Προκειμένου να γλιτώσει από τους δανειστές του, παριστάνει τον τρελό. Μάλιστα, αφήνει τους πελάτες του να πληρώνουν αν κι όσο θέλουν για τα ψωμιά ή τις τυρόπιτες. «Στη Σφολιάτα ντούκου»
Νεανική, βιωματική κι αξύριστη: Η Μισέλ Φάιφερ διορίζεται σε σχολείο με αντιδραστικούς μαθητές. Έχουν μετατρέψει το κτήριο σε χίπικο κατάλυμα. Καπνίζουν χόρτο και κυκλοφορούν με σκισμένα ρούχα και μακριά μούσια. Εκείνη προσπαθεί να τους αλλάξει νοοτροπία. Να ντυθούν ευπρεπώς. Να ξυριστούν. Μάταια. «Ασυμβίβαστη Γενειάδα»
Σε νατουραλιστικό ύφος, σαν το Καφές και Τσιγάρα: Παχύσαρκος ταβερνιάρης πίνει όλη μέρα μπύρες mythos κι αφηγείται, στους θαμώνες, ιστορίες από παλιές αγάπες. «Ο Μύθος του Αχόρταγου Ταβερνιάρη»
-το πρώτο μέρος του αφιερώματος εδώ-
6 Απριλίου 2011
Πώς ξεκίνησαν όλα;
Έχεις σκεφτεί πως ξεκίνησε η κρίση; Η ιστορία αρχίζει να ξετυλίγεται μερικούς μήνες πριν, όταν τα πρώτα τηλεφωνήματα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Στην άλλη άκρη του ακουστικού ακούγονταν απελπισμένοι χρηματιστές, κατεστραμένοι μέτοχοι και απεγνωσμένοι επιχειρηματίες. Ακούγονταν η φωνή όλων εκείνων που, μέχρι τότε, θεωρούσαν τα πάντα δεδομένα, όλων εκείνων που ζούσαν χρηματίζοντας τα πάντα και επενδύοντας στα πάντα. Εκείνων που ¨δεν το είχαν προβλέψει¨. Μήπως, όμως, τα πράγματα δεν είναι, έτσι, όπως φαίνονται;
Η δικαιολογία του απρόβλεπτου, δεν συνεχίζει να πείθει κανέναν. Τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια είχαν γίνει ορατά πολύ καιρό πριν. Η ρευστότητα των ταμείων στις επιχειρήσεις είχε μειωθεί αισθητά, οι τράπεζες δυσκολεύοταν να δανείσουν και οι χρηματιστηριακές εταιρείες κινούνταν σε ένα επίμονο κλίμα αμφισβήτησης. Στη δύνη του κυκλώνα είχαν μπει πλέον, για τα καλά, οι κυβερνήσεις των κρατών, που είχαν καταλάβει, αφενός πως δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να αντιμετωπίσουν την κατάσταση και αφετέρου πως ο κόσμος είχε σταματήσει να τρώει κουτόχορτο. Ένα συνοθύλευμα οικονομικών σκανδάλων και ανεξέλεγκτων επενδύσεων, μια φούσκα, που ήταν έτοιμη να σκάσει.
Στην αρχή πολλές επιχειρήσεις ανακοίνωναν μείωση των εσόδων και πτώση της κερδοφορίας τους, ενώ άλλες, περισσότερο υποψιασμένες, πωλούσαν τις μετοχές τους σε πολύ χαμηλές τιμές προκειμένου τα χρηματικά τους διαθέσιμα να μην εκλείψουν. Όσο περνούσαν οι ημέρες, το πρόβλημα γίνονταν εντονότερο. Ήταν πλέον φανερό πως οι εξελίξεις ήταν μη αναστρέψιμες. Όταν, πλέον, η κατάσταση ξέφυγε απ΄τον έλεγχο, οι απολύσεις χιλιάδων εργαζομένων έγιναν καθημερινό φαινόμενο και η πτώχευση εκατοντάδων εταιρειών, ανά τον κόσμο, πιο έντονη από ποτέ. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή. Το μενού περιλάμβανε κατασχέσεις, ποινικές διώξεις, σκάνδαλα και αυτοκτονίες. Φυσικά δεν έλειψαν τα συνηθισμένα έκτακτα συμβούλια και οι διαβεβαιώσεις των πολιτικών για ένα καλύτερο αύριο. Ήταν, όμως, πολύ αργά.
Το αποτέλεσμα της κρίσης ήταν τρομακτικό. Η ανεργία, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ που δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα, έφτασε στο υψηλότερο σημείο τα τελευταία χρόνια, ενώ η εγκληματικότητα έγινε σε πολλές περιπτώσεις, μη αντιμετωπίσημη. Κανείς όμως δεν μπορεί να πει πως δεν μπορούσαμε να το προβλέψουμε.
Ο Κομφούκιος έλεγε πως: «Σε μια χώρα που κυβερνιέται καλά, είναι ντροπή να είσαι φτωχός. Σε μια χώρα που κυβερνιέται κακά, είναι ντροπή να είσαι πλούσιος». Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση των golden boys, των ανθρώπων, δηλαδή, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στα χέρια των οποίων είχε συσσωρευτεί το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου. Δεν είναι μόνο, πως οι κυβερνήσεις ήταν δυσλειτουργικές, προωθώντας ασύμετρες ρυθμίσεις για τις κεφαλαιουχικές αγορές, αλλά ήταν φυσικό επόμενο, πως όταν οι επενδύσεις και οι αγορές αφορούσαν μόνο τους λίγους, θα οδηγούμασταν σ΄αυτό το σημείο.
Το να ψάξει κανείς τα αίτια αυτής της κρίσης δεν είναι εύκολο. Δεν μπορεί, καν, να τα κατηγοριοποιήσει με συνέπεια. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως οφείλονταν κατά κύριο λόγο στις υπερβολικές και λανθασμένες επενδύσεις, στη συγκέντρωση και τον έλεγχο του κεφαλαίου σε περιορισμένο αριθμό χρηματιστών, στα υπερεκτιμημένα κρατικά ομόλογα, όπως και στην αδυναμία των τραπεζών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Η αλήθεια είναι πως όλα αυτά μαζί δημιούργησαν ένα κακό κλίμα. Η σταγόνα που ξεχύλισε το ποτήρι ήταν ο ανεξέλεγκτος φόβος που διαχέονταν σε κάθε πλευρά του πλανήτη και διαδίδονταν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να προσέλθει στις τράπεζες ζητώντας να ρευστοποιήσουν τους λογαριασμούς τους από φόβο μήπως χάσουν τα χρήματά τους. Η εμπιστοσύνη είχε χαθεί. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε, πλέον, καταρρεύσει.
Παρόλα αυτά, ένα μεγάλο πρόβλημα δεν ήταν μόνο η οικονομική καταστροφή, αλλά το γεγονός πως η κρίση επηρέασε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Εκ των πραγμάτων τα χρήματα που θα δίνονταν στην παιδεία μειώθηκαν, στην υγεία το ίδιο. Οι άνθρωποι στους δρόμους ξεσηκώθηκαν και άλλοι έχασαν τα σπίτια τους. Σαν ένα σύνθετο ντόμινο που διατρέχει όλες τις χώρες και δεν μπορεί να σταματήσει.
Η ελπίδα, όμως, δεν χάνεται. Η κρίση θα περάσει, αυτό είναι σίγουρο. Έτσι συμβαίνει με την οικονομία, κάνει κύκλους. Σήμερα βρισκόμαστε σε ύφεση, αύριο σε άνοδο. Το θέμα είναι να μπορείς να τις ξεπερνάς. Σημασία έχει, οι καταστροφές που αφήνουν πίσω, να μπορούν να διορθωθούν. Η οικονομία δεν θα χρειαστεί να ξεκινήσει απ΄το μηδέν, κι αυτό οφείλεται στο ότι κάποιοι κινήθηκαν σωστά και έγκαιρα και αντιμετώπισαν την κρίση. Θα χρειαστεί όμως αρκετό διάστημα για να σταθεροποιηθεί πάλι σε υψηλό επίπεδο, επειδή κάποιοι άλλοι φέρθηκαν με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο.
Ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζωρτζ Μπους Τζ., σε ένα παραλήρημα ενθουσιασμού είχε πει κάποτε: «Εδώ έχουμε ένα εντυπωσιακό κοινό: τους έχοντες και τους έχοντες περισσότερα. Κάποιοι σας αποκαλούν ¨η ελίτ¨. Εγώ σας αποκαλώ ¨η βάση μου¨». Πού να ήξερε, τότε, πως σε τρεις προτάσεις θα συμπύκνωνε καλύτερα απ΄τον καθένα την πεμπτουσία της κρίσης. Πού να ήξερε, επίσης, πως ο πρώτος υπέυθυνος γι΄αυτή θα ήταν ο ίδιος. Αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι, το ήξερε.
Η δικαιολογία του απρόβλεπτου, δεν συνεχίζει να πείθει κανέναν. Τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια είχαν γίνει ορατά πολύ καιρό πριν. Η ρευστότητα των ταμείων στις επιχειρήσεις είχε μειωθεί αισθητά, οι τράπεζες δυσκολεύοταν να δανείσουν και οι χρηματιστηριακές εταιρείες κινούνταν σε ένα επίμονο κλίμα αμφισβήτησης. Στη δύνη του κυκλώνα είχαν μπει πλέον, για τα καλά, οι κυβερνήσεις των κρατών, που είχαν καταλάβει, αφενός πως δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να αντιμετωπίσουν την κατάσταση και αφετέρου πως ο κόσμος είχε σταματήσει να τρώει κουτόχορτο. Ένα συνοθύλευμα οικονομικών σκανδάλων και ανεξέλεγκτων επενδύσεων, μια φούσκα, που ήταν έτοιμη να σκάσει.
Στην αρχή πολλές επιχειρήσεις ανακοίνωναν μείωση των εσόδων και πτώση της κερδοφορίας τους, ενώ άλλες, περισσότερο υποψιασμένες, πωλούσαν τις μετοχές τους σε πολύ χαμηλές τιμές προκειμένου τα χρηματικά τους διαθέσιμα να μην εκλείψουν. Όσο περνούσαν οι ημέρες, το πρόβλημα γίνονταν εντονότερο. Ήταν πλέον φανερό πως οι εξελίξεις ήταν μη αναστρέψιμες. Όταν, πλέον, η κατάσταση ξέφυγε απ΄τον έλεγχο, οι απολύσεις χιλιάδων εργαζομένων έγιναν καθημερινό φαινόμενο και η πτώχευση εκατοντάδων εταιρειών, ανά τον κόσμο, πιο έντονη από ποτέ. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή. Το μενού περιλάμβανε κατασχέσεις, ποινικές διώξεις, σκάνδαλα και αυτοκτονίες. Φυσικά δεν έλειψαν τα συνηθισμένα έκτακτα συμβούλια και οι διαβεβαιώσεις των πολιτικών για ένα καλύτερο αύριο. Ήταν, όμως, πολύ αργά.
Το αποτέλεσμα της κρίσης ήταν τρομακτικό. Η ανεργία, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ που δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα, έφτασε στο υψηλότερο σημείο τα τελευταία χρόνια, ενώ η εγκληματικότητα έγινε σε πολλές περιπτώσεις, μη αντιμετωπίσημη. Κανείς όμως δεν μπορεί να πει πως δεν μπορούσαμε να το προβλέψουμε.
Ο Κομφούκιος έλεγε πως: «Σε μια χώρα που κυβερνιέται καλά, είναι ντροπή να είσαι φτωχός. Σε μια χώρα που κυβερνιέται κακά, είναι ντροπή να είσαι πλούσιος». Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση των golden boys, των ανθρώπων, δηλαδή, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στα χέρια των οποίων είχε συσσωρευτεί το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου. Δεν είναι μόνο, πως οι κυβερνήσεις ήταν δυσλειτουργικές, προωθώντας ασύμετρες ρυθμίσεις για τις κεφαλαιουχικές αγορές, αλλά ήταν φυσικό επόμενο, πως όταν οι επενδύσεις και οι αγορές αφορούσαν μόνο τους λίγους, θα οδηγούμασταν σ΄αυτό το σημείο.
Το να ψάξει κανείς τα αίτια αυτής της κρίσης δεν είναι εύκολο. Δεν μπορεί, καν, να τα κατηγοριοποιήσει με συνέπεια. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως οφείλονταν κατά κύριο λόγο στις υπερβολικές και λανθασμένες επενδύσεις, στη συγκέντρωση και τον έλεγχο του κεφαλαίου σε περιορισμένο αριθμό χρηματιστών, στα υπερεκτιμημένα κρατικά ομόλογα, όπως και στην αδυναμία των τραπεζών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Η αλήθεια είναι πως όλα αυτά μαζί δημιούργησαν ένα κακό κλίμα. Η σταγόνα που ξεχύλισε το ποτήρι ήταν ο ανεξέλεγκτος φόβος που διαχέονταν σε κάθε πλευρά του πλανήτη και διαδίδονταν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να προσέλθει στις τράπεζες ζητώντας να ρευστοποιήσουν τους λογαριασμούς τους από φόβο μήπως χάσουν τα χρήματά τους. Η εμπιστοσύνη είχε χαθεί. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε, πλέον, καταρρεύσει.
Παρόλα αυτά, ένα μεγάλο πρόβλημα δεν ήταν μόνο η οικονομική καταστροφή, αλλά το γεγονός πως η κρίση επηρέασε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Εκ των πραγμάτων τα χρήματα που θα δίνονταν στην παιδεία μειώθηκαν, στην υγεία το ίδιο. Οι άνθρωποι στους δρόμους ξεσηκώθηκαν και άλλοι έχασαν τα σπίτια τους. Σαν ένα σύνθετο ντόμινο που διατρέχει όλες τις χώρες και δεν μπορεί να σταματήσει.
Η ελπίδα, όμως, δεν χάνεται. Η κρίση θα περάσει, αυτό είναι σίγουρο. Έτσι συμβαίνει με την οικονομία, κάνει κύκλους. Σήμερα βρισκόμαστε σε ύφεση, αύριο σε άνοδο. Το θέμα είναι να μπορείς να τις ξεπερνάς. Σημασία έχει, οι καταστροφές που αφήνουν πίσω, να μπορούν να διορθωθούν. Η οικονομία δεν θα χρειαστεί να ξεκινήσει απ΄το μηδέν, κι αυτό οφείλεται στο ότι κάποιοι κινήθηκαν σωστά και έγκαιρα και αντιμετώπισαν την κρίση. Θα χρειαστεί όμως αρκετό διάστημα για να σταθεροποιηθεί πάλι σε υψηλό επίπεδο, επειδή κάποιοι άλλοι φέρθηκαν με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο.
Ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζωρτζ Μπους Τζ., σε ένα παραλήρημα ενθουσιασμού είχε πει κάποτε: «Εδώ έχουμε ένα εντυπωσιακό κοινό: τους έχοντες και τους έχοντες περισσότερα. Κάποιοι σας αποκαλούν ¨η ελίτ¨. Εγώ σας αποκαλώ ¨η βάση μου¨». Πού να ήξερε, τότε, πως σε τρεις προτάσεις θα συμπύκνωνε καλύτερα απ΄τον καθένα την πεμπτουσία της κρίσης. Πού να ήξερε, επίσης, πως ο πρώτος υπέυθυνος γι΄αυτή θα ήταν ο ίδιος. Αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι, το ήξερε.
4 Απριλίου 2011
Ένας κόσμος σύγχρονος
Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω φιγούρες σκυθρωπές και πρόσωπα κουρασμένα. Βλέπω ανθρώπους που ζουν για να δουλεύουν και δυσκολεύονται να απολαύσουν κάθε τι ευχάριστο γύρω τους. Δεν ξέρω αν πρόκειται για έναν καφέ με φίλους, μια βόλτα σε ηλιόλουστες διαδρομές ή μια νέα γνωριμία. Ξέρω όμως, πως ό,τι κι αν είναι, όποτε κι αν συμβεί, εκείνοι δεν θα το εκτιμήσουν. Γιατί όσο κι αν η παρουσία τους είναι εκεί, το μυαλό τους όχι. Κι όμως. Αυτή δεν είναι η αλήθεια που πιστεύω, δεν είναι η χώρα που ονειρεύομαι. Δεν είναι οι άνθρωποι που θέλω να αντικρίζω. "Με λυπεί η μορφή των, και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι", που έγραφε ο Καβάφης στα «Κεριά» του. Είναι σημεία των καιρών, όμως , κι αυτά και θα περάσουν. Όπως πέρασαν και τ΄άλλα. "Εμπρός κοιτάζω τ΄αναμμένα μου κεριά", δεν έλεγε ο ποιητής;
Φαντάσου τη ζωή του καθενός σαν ένα τρένο. Σε άλλους αναπτύσει ταχύτητα και φτάνει γρήγορα στον προορισμό του. Σε άλλους το ταξίδι διαρκεί περισσότερο. Σημασία έχει, το τέρμα που θα φτάσεις να είναι αυτό που ήθελες. Να ξέρεις πως το ταξίδι σου δεν πήγε στράφει. Πως όλα όσα έμαθες σε αντιπροσωπεύουν και όσα κράτησες σου ανήκουν. Μπορεί ο βρετανός φιλόσοφος Στίβεν Πίνκερ, εντελώς ειρωνικά, να τόνιζε πως: «Ο άνθρωπος γνωρίζει όλο και περισσότερα για όλο και λιγότερα. Στο τέλος θα γνωρίζει τα πάντα για το τίποτα» αλλά, αν το καλοσκεφτείς, ακόμα και το τίποτα είναι κάτι.
Μέσα σε όλα όμως, οι ιδέες αλλάζουν. Οι ίδιοι οι άνθρωποι αλλάζουν. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν γνωρίζει σύνορα. Ζει την κάθε μέρα ξεχωριστά, αναπνέει έντονα, αγαπάει με πάθος, ερωτεύεται παράφορα και νιώθει ολοκληρωμένος ακόμα κι αν δεν πετυχαίνει τους στόχους του. Που σε πείσμα των καιρών, ψηφίζει επειδή έχει άποψη κι όχι από συνήθεια. Που δεν καθοδηγούν τις ιδέες του, ούτε επηρεάζουν τη ζωή του. Μπορεί να συμβουλεύεται, να ρωτάει, να ενημερώνεται, αλλά δεν αφήνει άλλον να πάρει τις αποφάσεις γι΄αυτόν. Είναι εκείνος που θαυμάζει, εξίσου, τον Παρθενώνα των αιώνων και την Όπερα του Σίδνεϋ της μεγάλης φαντασίας. Που -παραμερίζοντας τις αποστάσεις- τη μια εβδομάδα απολαμβάνει την απερίγραπτη ομορφιά της Σαντορίνης και την άλλη, τις λαμπερές ακτές ενός τροπικού νησιού. Δεν είναι το μέρος ή τα χρήματα, αλλά η δύναμη του χαρακτήρα του και οι ορίζοντες της σκέψης.
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πια, πολίτης του κόσμου. Δεν αναγνωρίζει την Ελλάδα των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών του παρελθόντος, αλλά την όμορφη χώρα του μέλλοντος. Που με την ίδια ευκολία αγοράζει ένα ακριβό tuxedo και ένα φθαρμένο τζιν. Που φοράει τα ρούχα κι όχι τα ρούχα εκείνον. Που σκέφτεται με την λογική κι αποφασίζει με την καρδιά. Που ξέρει να κερδίζει με τρόπο και να χάνει με στυλ. Που θα ρίσκαρε τα πάντα για μια γυναίκα ακόμα κι αν τα έχανε όλα. Που αγαπάει και μισεί με πάθος. Που δεν συμβιβάζεται με κανόνες των άλλων, παρά, θέτει δικούς του. Που σκέφτεται με συνείδηση, όχι μόνο, το νερό της Ελλάδας, αλλά και το πράσινο του Αμαζονίου. Που θαυμάζει, τόσο τη ελληνική ομορφιά της Δούκισσας Νομικού όσο και την εξωτική της Αντριάνα Λίμα. Που συγκινείται με το πνεύμα της Μελίνας Μερκούρη και τη φωνή της Εντίθ Πιάφ. Που φέρεται με τρόπους και μιλάει με κύρος. Είναι εκείνος που αντιμετωπίζει τα προβλήματα με χιούμορ και τις δυσκολίες με αποφασιστικότητα. Μα κυρίως είναι εκείνος που σε πείσμα των καιρών, ακόμα και στις χαμένες στιγμές χαμογελάει. Ή μάλλον ιδίως σε αυτές.27 Μαρτίου 2011
12 Μαρτίου 2011
Σενάρια που θα αφήσουν εποχή
Αστυνομικό θρίλερ: O αστυνόμος O΄Xάρα ερευνά μια δολοφονία. Tο μόνο στοιχείο στον τόπο του εγκλήματος ήταν μια βιντεοκάμερα που φαίνεται να κατέγραψε τα πάντα. Aπλώς ο αστυνόμος είναι τεμπέλης κι όλο αναβάλει την έρευνα. Καλά κατάλαβες: «O΄Xάρα πότε; και η Κάμερα με τα Πειστικά».
Ερωτικό θρίλερ: Μια πιο-σεξυ-και-πρόστυχη-πεθαίνεις ψυχολόγος, που σιχαίνεται τα τατουάζ, αρχίξει να σκοτώνει -γρήγορα για να προλάβει πολλούς- τους εραστές της με παγοκόφτη. Τίτλος: «Βιαστικό Άστικτο».
Sci-Fi θρίλερ: Σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της Νέας Υόρκης, ο υπάλληλος στη υποδοχή κοιμάται συνεχώς. Και βλέπει όνειρο. Μέσα σε όνειρο. Μέσα σε όνειρο. Μέσα σε όνειρο. Κι πόλη αρχίζει να διπλώνει. Τίτλος: «Reception»
Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας: Στο μακρινό μέλλον, που ζουν ημιδιαστημικοί άνθρωποι, μια περίεργη γυναίκα με πορτοκαλί μαλλιά και λευκές κορδέλες για ρούχα, προσγειώνεται σε μαστιχονήσι του ανατολικού Αιγαίου. Ένας εξίσου περίεργος άντρας πάει μεσοβδόμαδα να λύσει το μυστήριο. Τίτλος: «Την Πέμπτη Στη Χίο».
Κατασκοπική περιπέτεια: Τρεις τύποι με κοστούμια, σταλμένοι από ένα κακό κράτος που όλοι μιλάνε με "χου", έχουν στόχο να ανατινάξουν ελληνικά κτήρια με κωδικοποιημένους πυροκροτητές. Μπερδεύουν, όμως, τους κωδικούς τους λόγω ασθενούς μνήμης -ξέρεις κατασκοπικό θρίλερ κι έτσι. Τίτλος: «Το κακό Μνημονικό και το ΤΝΤ καταστρέφουν την Ελλάδα».
Μικρού μήκους: Θα είμαι εγώ καθισμένος σε καρέκλα σ΄ένα λοφτ, κρατώντας μια παγωμένη μπύρα στο χέρι κι απέναντί μου μια μελαχροινή με γαλάζια μάτια θα γδύνεται αισθησιακά. Αυτό. Τίτλος: «Beer, γυμνή και θαύμασα».
Βιογραφία: Θα είναι η ιστορία ενός κάγκουρα που οδηγάει παπάκι. Όνειρό του είναι να το βελτιώσει τόσο ώστε κάποτε να προσπερνάει στις κόντρες όλα τα φτιαγμένα αμάξια με τις αεροτομές. Θα λέγεται: «Ένα παπί πατάει τ΄Astra».
Ψυχολογικό θρίλερ: Θα είναι, λέει, μια χορεύτρια που θα βλέπει εφιάλτες κάθε βράδυ -πριν την πρεμιέρα της Λίμνης των Κύκνων- με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κοιμηθεί καλά. Έτσι κάθε πρωί στην πρόβα θα πηγαίνει ξενυχτισμένη. Θα έχει τίτλο: «Μαύρος Κύκλος».
Με σίριαλ κίλερ: Θα είναι, λέει, μια ομάδα φιλόζωων που θα ψάχνει ένα δολοφόνο σκύλων, ο οποίος θα δρα σε διάφορες περιοχές της Αθήνας. Ο τίτλος θα είναι: «Η κατανομή του Πλούτο».
Μυστικιστικό μυθιστόρημα: μια μυστική αδελφότητα στο βάθος των αιώνων δρα, με βαση το Βατικανό. Αρχηγός της θα είναι ένας απειλητικός βλάχος που δεν θέλει να επικοινωνεί με κανέναν. Θα λέγεται: «Mimoumilatti - οι Πεφοβισμένοι».
Σεξοπεριπέτεια: με πρωταγωνίστριες μεθυσμένες αγγλίδες τουρίστριες. Θα ψάχνουν, λέει, έναν κρυμμένο πάπυρο στις pub ενός νησιού. Ύστερα θα μεθούν και θα γίνονται ρεζίλι. Θα το ονομάσω: «Το Όνομα της Ρόδου».
Καλτ με μηνύματα: Ένας τυπάς είναι ορκισμένος να υπηρετεί το νόμο και να κυνηγάει εγκληματίες με τη βοήθεια του σούπερ-χάι-τεκ-έξυπνου αυτοκινήτου του, του Κιτ. Αλλά ο ήρωας έχει ένα ελάττωμα: Πίνει πολύ. «Ο πότης της ασφάλτου»
Αστυνομικό θρίλερ: Ένας ψυχοπαθής δολοφόνος είναι έγκλειστος στις φυλακές. Μια νεαρή ντετέκτιβ που ερευνά ένα έγκλημα, χρειάζεται τη βοήθεια του ψυχοπαθούς. Είναι Πάσχα. Ψάχνοντας κάθε στοιχείο, βλέπει δίπλα του μερικά κόκκινα αβγά. Τα περιεργάζεται. Αλλά εκείνα δε μιλούν. «Η Σιωπή των Αβγών».
Ερωτικό θρίλερ: Μια πιο-σεξυ-και-πρόστυχη-πεθαίνεις ψυχολόγος, που σιχαίνεται τα τατουάζ, αρχίξει να σκοτώνει -γρήγορα για να προλάβει πολλούς- τους εραστές της με παγοκόφτη. Τίτλος: «Βιαστικό Άστικτο».
Sci-Fi θρίλερ: Σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της Νέας Υόρκης, ο υπάλληλος στη υποδοχή κοιμάται συνεχώς. Και βλέπει όνειρο. Μέσα σε όνειρο. Μέσα σε όνειρο. Μέσα σε όνειρο. Κι πόλη αρχίζει να διπλώνει. Τίτλος: «Reception»
Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας: Στο μακρινό μέλλον, που ζουν ημιδιαστημικοί άνθρωποι, μια περίεργη γυναίκα με πορτοκαλί μαλλιά και λευκές κορδέλες για ρούχα, προσγειώνεται σε μαστιχονήσι του ανατολικού Αιγαίου. Ένας εξίσου περίεργος άντρας πάει μεσοβδόμαδα να λύσει το μυστήριο. Τίτλος: «Την Πέμπτη Στη Χίο».
Κατασκοπική περιπέτεια: Τρεις τύποι με κοστούμια, σταλμένοι από ένα κακό κράτος που όλοι μιλάνε με "χου", έχουν στόχο να ανατινάξουν ελληνικά κτήρια με κωδικοποιημένους πυροκροτητές. Μπερδεύουν, όμως, τους κωδικούς τους λόγω ασθενούς μνήμης -ξέρεις κατασκοπικό θρίλερ κι έτσι. Τίτλος: «Το κακό Μνημονικό και το ΤΝΤ καταστρέφουν την Ελλάδα».
Μικρού μήκους: Θα είμαι εγώ καθισμένος σε καρέκλα σ΄ένα λοφτ, κρατώντας μια παγωμένη μπύρα στο χέρι κι απέναντί μου μια μελαχροινή με γαλάζια μάτια θα γδύνεται αισθησιακά. Αυτό. Τίτλος: «Beer, γυμνή και θαύμασα».
Βιογραφία: Θα είναι η ιστορία ενός κάγκουρα που οδηγάει παπάκι. Όνειρό του είναι να το βελτιώσει τόσο ώστε κάποτε να προσπερνάει στις κόντρες όλα τα φτιαγμένα αμάξια με τις αεροτομές. Θα λέγεται: «Ένα παπί πατάει τ΄Astra».
Ψυχολογικό θρίλερ: Θα είναι, λέει, μια χορεύτρια που θα βλέπει εφιάλτες κάθε βράδυ -πριν την πρεμιέρα της Λίμνης των Κύκνων- με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κοιμηθεί καλά. Έτσι κάθε πρωί στην πρόβα θα πηγαίνει ξενυχτισμένη. Θα έχει τίτλο: «Μαύρος Κύκλος».
Με σίριαλ κίλερ: Θα είναι, λέει, μια ομάδα φιλόζωων που θα ψάχνει ένα δολοφόνο σκύλων, ο οποίος θα δρα σε διάφορες περιοχές της Αθήνας. Ο τίτλος θα είναι: «Η κατανομή του Πλούτο».
Μυστικιστικό μυθιστόρημα: μια μυστική αδελφότητα στο βάθος των αιώνων δρα, με βαση το Βατικανό. Αρχηγός της θα είναι ένας απειλητικός βλάχος που δεν θέλει να επικοινωνεί με κανέναν. Θα λέγεται: «Mimoumilatti - οι Πεφοβισμένοι».
Σεξοπεριπέτεια: με πρωταγωνίστριες μεθυσμένες αγγλίδες τουρίστριες. Θα ψάχνουν, λέει, έναν κρυμμένο πάπυρο στις pub ενός νησιού. Ύστερα θα μεθούν και θα γίνονται ρεζίλι. Θα το ονομάσω: «Το Όνομα της Ρόδου».
Καλτ με μηνύματα: Ένας τυπάς είναι ορκισμένος να υπηρετεί το νόμο και να κυνηγάει εγκληματίες με τη βοήθεια του σούπερ-χάι-τεκ-έξυπνου αυτοκινήτου του, του Κιτ. Αλλά ο ήρωας έχει ένα ελάττωμα: Πίνει πολύ. «Ο πότης της ασφάλτου»
Αστυνομικό θρίλερ: Ένας ψυχοπαθής δολοφόνος είναι έγκλειστος στις φυλακές. Μια νεαρή ντετέκτιβ που ερευνά ένα έγκλημα, χρειάζεται τη βοήθεια του ψυχοπαθούς. Είναι Πάσχα. Ψάχνοντας κάθε στοιχείο, βλέπει δίπλα του μερικά κόκκινα αβγά. Τα περιεργάζεται. Αλλά εκείνα δε μιλούν. «Η Σιωπή των Αβγών».
8 Μαρτίου 2011
Γράμμα στη γαλανομάτα χώρα
Αγαπημένη μου,
Ελλάδα, γιατί με πληγώνεις τόσο; Ναι, ξέρω· το΄λεγε ο ποιητής πως όπου και να πάει θα τον πληγώνεις, αλλά κάποια στιγμή -ρε συ- θα πρέπει να σταματήσει αυτή η συνήθεια. Δηλαδή, γιατί να μην σε θυμάμαι και να χαμογελώ;
Μου θυμίζεις μια ωραία γκόμενα, όχι πολύ ψηλή, μελαχροινή με καταγάλανα μάτια. Και το σώμα σου -ώ το σώμα σου!- γεμάτο καμπύλες και ομορφιά. Όλοι έχουν να το λένε. Παντού. Η ομορφιά σου είναι ανεπανάληπτη. Φαντάσου πως όλοι οι γείτονες εσένα θέλαν. Και, ξέρεις, για λίγο σε είχαν -τουλάχιστον έτσι νόμιζαν.
Αλλά, να, δεν φροντίζεις τον εαυτό σου. Έχεις όλη την ομορφιά του κόσμου, αλλά κάνεις τα πάντα για να την κρύβεις. Ας, πούμε, δεν ντύνεσαι καθόλου καλά. Φοράς παλιά τρύπια φορέματα, θαλασσιά αλλά λερωμένα. Βαθυπράσινα αλλά βρόμικα, γαμώτο. Σχεδόν καμμένα.
Εκτός των άλλων, ενώ έχεις προσωπικότητα -ήσουν τόσο μορφωμένη κι έξυπνη, αλλά τα ξέχασες- παρασύρεσαι εύκολα. Δηλαδή τι εύκολα, σχεδόν το επιδιώκεις. Μεγαλοπιάνεσαι. Και ζηλεύεις. Δεν λέω έχεις τα πάντα, αλλά εμπιστεύσαι λάθος ανθρώπους. Δεν έχεις καθόλου καλές δημόσιες σχέσεις: Σε εκμεταλλεύονται. Γνωρίζεις τύπους που το μόνο που θέλουν είναι να σε ρίξουν στο κρεββάτι. Μα τόσο ανόητη είσαι, δεν έχεις πάρει χαμπάρι;
Τώρα τελευταία, μια ξανθιά με βρόμικο πρότερο βίο, ξέρεις εξώλης και προώλης, απ΄αυτές που μπρος στην έξωθεν καλή μαρτυρία, καταπιέζουν τον εαυτό τους και τους άλλους, σου πέταξε τρεις προτάσεις και σου πήρε τα μυαλά. Σου δάνεισε τα ρούχα της και σου πήρε την αξιοπρέπεια. Σε είχαν προσβάλει και στο παρελθόν, αλλά κι εσύ τους έδινες δικαιώματα. Κι αυτή η ξανθιά τους έπεισε όλους.
Τώρα σου ζητάνε να κόψεις τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια. Και τις σπατάλες. Σου λένε πως θα παραμείνεις ποθητή, αλλά όλο και πέφτεις στις προτιμήσεις τους. Όλο και πιο κάτω. Σου δίνουν κανά δυο κοσμήματα που και που, αλλά μην νομίζεις πως θέλουν το καλό σου. Στο πεζοδρόμιο θέλουν να σε ρίξουν. Θυμάσαι τη Μέριλυν Μονρό; Ε, έτσι κι εσύ. Καταθλιπτική και δυστυχισμένη. Μόνο με φάρμακα νιώθεις καλύτερα. Και ψευδαισθήσεις.
Σου γράφω, γιατί σ΄αγαπώ. Δεν θέλω, διάολε, να σε βλέπω έτσι. Μου΄ρχεται να βάλω τα κλάματα. Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις, μου΄λεγες. Αλλά, να σου πω κάτι: Κάποτε αντιμετώπιζες τις δυσκολίες με θράσος και επιμονή. Κάποτε. Εμπρός κοιτάζω τ΄αναμμένα μου κεριά! Θυμάσαι;
Έλα τώρα, μην στενοχωριέσαι -θα τη βρούμε τη λύση! Οικονομικό πρόβλημα, ε και; Τα πιο ωραία ραντεβού, με σποράκια στο παγκάκι δεν τέλειωναν; Αυτό να θυμάσαι.
ΥΓ. Άναψε τα φώτα. Σκοτείνιασε.
Ελλάδα, γιατί με πληγώνεις τόσο; Ναι, ξέρω· το΄λεγε ο ποιητής πως όπου και να πάει θα τον πληγώνεις, αλλά κάποια στιγμή -ρε συ- θα πρέπει να σταματήσει αυτή η συνήθεια. Δηλαδή, γιατί να μην σε θυμάμαι και να χαμογελώ;
Μου θυμίζεις μια ωραία γκόμενα, όχι πολύ ψηλή, μελαχροινή με καταγάλανα μάτια. Και το σώμα σου -ώ το σώμα σου!- γεμάτο καμπύλες και ομορφιά. Όλοι έχουν να το λένε. Παντού. Η ομορφιά σου είναι ανεπανάληπτη. Φαντάσου πως όλοι οι γείτονες εσένα θέλαν. Και, ξέρεις, για λίγο σε είχαν -τουλάχιστον έτσι νόμιζαν.
Αλλά, να, δεν φροντίζεις τον εαυτό σου. Έχεις όλη την ομορφιά του κόσμου, αλλά κάνεις τα πάντα για να την κρύβεις. Ας, πούμε, δεν ντύνεσαι καθόλου καλά. Φοράς παλιά τρύπια φορέματα, θαλασσιά αλλά λερωμένα. Βαθυπράσινα αλλά βρόμικα, γαμώτο. Σχεδόν καμμένα.
Εκτός των άλλων, ενώ έχεις προσωπικότητα -ήσουν τόσο μορφωμένη κι έξυπνη, αλλά τα ξέχασες- παρασύρεσαι εύκολα. Δηλαδή τι εύκολα, σχεδόν το επιδιώκεις. Μεγαλοπιάνεσαι. Και ζηλεύεις. Δεν λέω έχεις τα πάντα, αλλά εμπιστεύσαι λάθος ανθρώπους. Δεν έχεις καθόλου καλές δημόσιες σχέσεις: Σε εκμεταλλεύονται. Γνωρίζεις τύπους που το μόνο που θέλουν είναι να σε ρίξουν στο κρεββάτι. Μα τόσο ανόητη είσαι, δεν έχεις πάρει χαμπάρι;
Τώρα τελευταία, μια ξανθιά με βρόμικο πρότερο βίο, ξέρεις εξώλης και προώλης, απ΄αυτές που μπρος στην έξωθεν καλή μαρτυρία, καταπιέζουν τον εαυτό τους και τους άλλους, σου πέταξε τρεις προτάσεις και σου πήρε τα μυαλά. Σου δάνεισε τα ρούχα της και σου πήρε την αξιοπρέπεια. Σε είχαν προσβάλει και στο παρελθόν, αλλά κι εσύ τους έδινες δικαιώματα. Κι αυτή η ξανθιά τους έπεισε όλους.
Τώρα σου ζητάνε να κόψεις τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια. Και τις σπατάλες. Σου λένε πως θα παραμείνεις ποθητή, αλλά όλο και πέφτεις στις προτιμήσεις τους. Όλο και πιο κάτω. Σου δίνουν κανά δυο κοσμήματα που και που, αλλά μην νομίζεις πως θέλουν το καλό σου. Στο πεζοδρόμιο θέλουν να σε ρίξουν. Θυμάσαι τη Μέριλυν Μονρό; Ε, έτσι κι εσύ. Καταθλιπτική και δυστυχισμένη. Μόνο με φάρμακα νιώθεις καλύτερα. Και ψευδαισθήσεις.
Σου γράφω, γιατί σ΄αγαπώ. Δεν θέλω, διάολε, να σε βλέπω έτσι. Μου΄ρχεται να βάλω τα κλάματα. Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις, μου΄λεγες. Αλλά, να σου πω κάτι: Κάποτε αντιμετώπιζες τις δυσκολίες με θράσος και επιμονή. Κάποτε. Εμπρός κοιτάζω τ΄αναμμένα μου κεριά! Θυμάσαι;
Έλα τώρα, μην στενοχωριέσαι -θα τη βρούμε τη λύση! Οικονομικό πρόβλημα, ε και; Τα πιο ωραία ραντεβού, με σποράκια στο παγκάκι δεν τέλειωναν; Αυτό να θυμάσαι.
Ξέρεις ποιος
ΥΓ. Άναψε τα φώτα. Σκοτείνιασε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)