written and directed by Chris Kar

13 Απριλίου 2011

Ο κόσμος θα γίνει καλύτερος;

Έχω κάτσει πολλές φορές να το σκεφτώ και πάντα καταλήγω στο ίδιο κυνικό συμπέρασμα: Όχι, ο κόσμος δεν μπορεί να γίνει καλύτερος. Και ξέρεις γιατί; Γιατί όλες οι γενιές είναι ίδιες. Σφίζουν από υγεία και ιδέες αλλά πεθαίνουν στον άσσο. Μια ωραία ανάμνηση μένουν, σαν τις παλιές αγάπες που κρυφτήκαν σε χαμένους παραδείσους, γιατί στα πιο μεγάλα «θέλω» κάναν πίσω. Έτσι δεν πάει;

Θυμάσαι ένα κάποιο Παρίσι, μια θλιμμένη άνοιξη του ΄68, που άνθρωποι και λουλούδια πίστεψαν πως κάτι θα άλλαζε; Οργισμένα νιάτα, εργατικά συνδικάτα, χίπις και μελωδίες των Μπιτλς είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους. Αν κάτι θα μπορούσε να πετύχει ήταν η αυθόρμητη αντίδραση σ΄ένα σάπιο σύστημα, σε μια πραγματικότητα που έπαψε προς πολλού να είναι ανεκτή. Μια ιδέα που ξεκίνησε από κει που πρέπει όλες οι ιδέες και τα όνειρα να ξεκινούν: απ΄τους νέους. Τους νέους που δυστυχώς ζούσαν στο μηδέν και κοιτούσαν στο άπειρο.

Κι όμως η γενιά του Μάη του ΄68 απέτυχε.

Θυμάσαι ένα κάποιο Πολυτεχνείο; Ένα ματωμένο Νοέμβρη του ΄73 που ένα κτήριο έγινε σύμβολο μιας γενιάς, που σ΄ένα πανεπιστήμιο χτυπούσε η καρδιά μιας ολόκληρης χώρας. Μια μεταπολιτευτική στιγμή ελπίδας πως αν μπορούσε να δωθεί ένα τέλος, θα έπρεπε να δωθεί τότε. Τα ραδιόφωνα φώναζαν «Εδώ Πολυτεχνείο» στο ρυθμό της εξέγερσης ενώ ένα τανξ προσπαθούσε να σκοτώσει τα όνειρα του κόσμου χτυπώντας με δύναμη τη σιδερένια πύλη. Μια γενιά που έβραζε αλλά χυνόταν επιβάλλονταν να κάνει την αλλαγή.

Κι όμως η γενιά του Πολυτεχνείου απέτυχε.

Θυμάσαι μια κάποια Αθήνα, το δεκεμβριανό χειμώνα του ΄08. Ένα αυθόρμητο μίσος κατά των πάντων, σε ένα σκηνικό γεμάτο φωτιές, αστυνομίες και σπασμένες βιτρίνες. Την ώρα που το αίμα του δεκαπεντάχρονου δεν είχε ακόμα στεγνώσει απ΄το δρόμο, το αίμα του κόσμου έβραζε. Μια αστυνομία θύμα και θύτης. Από σιωπηλές διαμαρτυρίες μέχρι φλεγόμενα δέντρα, κάτι έδειχνε να έχει φτάσει στο απροχώρητο. Κι αν έπρεπε να γίνει ένα βήμα μπροστά, έπρεπε να γίνει μέσα απ΄τα συντρίμμια.

Κι όμως η γενιά των Δεκεμβριανών θα αποτύχει.

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Μια Δημοκρατία δέσμια του χαρακτήρα της. Ένα πολίτευμα που αυτοαναιρείται. Λυπάμαι γιατί ο κανόνας λέει πως οι ελπίδες διαψεύδονται. Λυπάμαι γιατί τα όνειρα μιας γενιάς έσβησαν μαζί με τον Τζων Λένον. Λυπάμαι γιατί τις προσδοκίες μιας μεταπολίτευσης τις πάτησε ένα άρμα. Λυπάμαι γιατί το μέλλον της γενιάς μου κάηκε μαζί με το δέντρο του Συντάγματος. Μα πιο πολύ, λυπάμαι γιατί ζω σε ένα κόσμο που θεωρεί πως όταν τρεις λύκοι κι ένα πρόβατο ψηφίζουν τι θα φάνε, αυτό θα πει δημοκρατία.

12 Απριλίου 2011

Σενάρια που θα αφήσουν εποχή (part 2)

Η συνέχεια του αφιερώματος στην έκδοση του Μικρού Νικόλα.

Οσκαρική ταινία εποχής: Γερμανία 1939. Ένας άπληστος βιομήχανος εκμεταλλεύεται τους εργάτες του. Φτάνουν στα όρια της εξαθλίωσης. Όταν, όμως, συνειδητοποιεί πως οι Ναζί σκοπεύουν να τους σκοτώσουν όλους, σε θαλάμους αερίων, δημιουργεί μια λίστα 1100 ονομάτων, τους οποίους φυγαδεύει. Έτσι, αν και ποντικομούρης, αποδεικνύεται ήρωας. Στη λίστα του, όμως, δεν ήταν Εβραίοι. Ήταν Χελωνονιντζάκια. «Η Λίστα του Σπλίντερ»

»Συγκινητική κι επίκαιρη (λόγω Φουκοσίμα) ταινία: Βρισκόμαστε στη μακρινή και πολύπαθη Ιαπωνία. Σε κάποιο οροπέδιο, υπάρχει ο Ναός που διδάσκει ακόμη τα μυστικά του Μπουσίντο, του κώδικα των Σαμουράι. Ξαφνικά, εμφανίζεται ένας κοντός Αμερικανός, ονόματι Τομ Κρουζ. Ζητά να μυηθεί στην τέχνη των μαχητών. Είναι ικανός. Έχει θέληση. Αλλά έχει κι αδύναμη κύστη. Στα μισά κάθε προπόνησης, τον πιάνει τρελή συχνουρία. «Ο Τελευταίος Κατουράει»

Συγκινητικό μπλοκμπάστερ: Ατλαντικός, 1912. Το μεγαλύτερο υπερωκεάνιο του κόσμου σκάει πάνω σε παγόβουνο. Κάποιοι προλαβάινουν να μπουν στις λέμβους. Καθώς το πλοίο βουλιάζει με την πλώρη, πολλοί πέφτουν πάνω στις γιγάντιες, σκουριασμένες προπέλες του. Οι πληγές τους μολύνονται. Έτσι, ακόμη κι όσοι γλίτωσαν από τα παγωμένα νερά, πάνω σε σωσίβια ή σχεδίες, αργοπεθαίνουν από τέτανο. «Τετανικός»

Αλληγορικό ξενόγλωσσο αριστούργημα: Βρισκόμαστε στην εμπόλεμη Ισπανία του '44. Η μικρή Ofelia ονειρεύεται πως ένας Έλληνας μετανάστης, ο Χρύσανθος Πανάς, θέλει να δώσει κουράγιο στο λαό που υποφέρει από τους βομβαρδισμούς. Έτσι, δημιουργεί έναν υπόγειο χώρο εστίασης και διασκέδασης, στις κατακόμβες των καταφυγίων. Ένα υπόγειο κλαμπ, ωσάν λαβύρινθος. «Ο Λαβύρινθος του Πανά»

Καλτ και ξόρκια: Ο Χάρης είναι χεβιμεταλάς. Μηχανή, μακριά μαλλιά, μπλούζες των Maiden κτλ. Κυρίως, έχει φετίχ με τις μπότες. Άπειρα ζευγάρια. Ξαφνικά, ανακαλύπτει πως είναι μάγος. Ενθουσιάζεται. Παρατάει τη μηχανή και κυκλοφορεί με σκουπόξυλο. Αντί για ροκ μπλούζες, φορά μανδύα. Και πολεμά τους θανατοφάγους θαυμαστές της Λέιντι Γκάγκα. Ποτέ, όμως, δεν αποχωρίζεται τις αγαπημένες του μπότες. «Χάρη Μπότερ»

Κατασκοπευτική περιπέτεια: Στο Λουτράκι, κόντρα στην κρίση, κατασκευάζουν ένα εντυπωσιακό, σφαιρικό, οικοδόμημα από γυαλί, να στεγάσει το καζίνο. Προσελκύει θαυμαστές απ' όλο τον κόσμο. Ώσπου σκάει ο Μποντ. Σε μυστική αποστολή της Βρετανικής κυβέρνησης, να το καταστρέψει, γιατί χάνει λεφτά ο Γουίλιαμ Χιλ. Με μυστική πατέντα, το πλημμυρίζει με νερό Λουτρακίου, απ' την πηγή. Οι θαμώνες πνίγονται ωσάν χρυσόψαρα στη γυάλα. «Καζίνο Ρουαγυάλα»

Τα όσκαρ να πέφτουνε βροχή: Βρετανός πρίγκιπας, λατρεύει το λιβάδι που απλώνεται δυτικά του παλατιού. Εκεί παίζει κυνηγητό, κυλιέται. Εκεί πρωτογεύεται τον έρωτα με την αγαπημένη του. Όταν γίνεται βασιλιάς, εκεί κάνει τις μυστικές του συζητήσεις. Εκεί ιππεύει. Κι εκεί πεθαίνει, από ανακοπή, στα βαθιά γεράματα. Όλη του η ζωή κι ο θάνατος, ένα λιβάδι. Ένας λόγγος. «Ο Λόγγος του Βασιλιά»

Συγκινητική και μάλλινη: Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, έξω απ' τη Λάρισα, ζει μια νεόπλουτη οικογένεια τυροκόμων. Ο μοναχογιός του ζευγαριού εμφανίζει συμπτώματα νοητικής καθυστέρησης. Κι έχει εμμονή με τα καλοκαιρινά ρούχα. Ακόμη και το χειμώνα. Η μάνα του αγοράζει όμορφα, επώνυμα, πουλόβερ και συνεχώς του θυμίζει να τα φοράει. «Φόρεσ΄Gant»

Εμπνευσμένη απ' το One flew over the Cuckoo's nest: Ο Τζακ Νίκολσον είναι ιδιοκτήτης φούρνου. Λόγω της οικονομικής κρίσης, φτάνει στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Προκειμένου να γλιτώσει από τους δανειστές του, παριστάνει τον τρελό. Μάλιστα, αφήνει τους πελάτες του να πληρώνουν αν κι όσο θέλουν για τα ψωμιά ή τις τυρόπιτες. «Στη Σφολιάτα ντούκου»

Νεανική, βιωματική κι αξύριστη: Η Μισέλ Φάιφερ διορίζεται σε σχολείο με αντιδραστικούς μαθητές. Έχουν μετατρέψει το κτήριο σε χίπικο κατάλυμα. Καπνίζουν χόρτο και κυκλοφορούν με σκισμένα ρούχα και μακριά μούσια. Εκείνη προσπαθεί να τους αλλάξει νοοτροπία. Να ντυθούν ευπρεπώς. Να ξυριστούν. Μάταια. «Ασυμβίβαστη Γενειάδα»

Σε νατουραλιστικό ύφος, σαν το Καφές και Τσιγάρα: Παχύσαρκος ταβερνιάρης πίνει όλη μέρα μπύρες mythos κι αφηγείται, στους θαμώνες, ιστορίες από παλιές αγάπες. «Ο Μύθος του Αχόρταγου Ταβερνιάρη»

Μεταμεσονύχτια ιδέα, βασισμένη στο Requiem for a Dream: Ρομαντικός ηδονοβλεψίας οπερατέρ, πηγαίνει ως στη Βιέννη για ένα ποτό και καταγράφει, στην κάμερα, κάθε στιγμή. Γίνεται εμμονικός. Κι οδηγείται στην παράνοια. «Rec Vienne for a Drink»
-το πρώτο μέρος του αφιερώματος εδώ-

6 Απριλίου 2011

Πώς ξεκίνησαν όλα;

Έχεις σκεφτεί πως ξεκίνησε η κρίση; Η ιστορία αρχίζει να ξετυλίγεται μερικούς μήνες πριν, όταν τα πρώτα τηλεφωνήματα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Στην άλλη άκρη του ακουστικού ακούγονταν απελπισμένοι χρηματιστές, κατεστραμένοι μέτοχοι και απεγνωσμένοι επιχειρηματίες. Ακούγονταν η φωνή όλων εκείνων που, μέχρι τότε, θεωρούσαν τα πάντα δεδομένα, όλων εκείνων που ζούσαν χρηματίζοντας τα πάντα και επενδύοντας στα πάντα. Εκείνων που ¨δεν το είχαν προβλέψει¨. Μήπως, όμως, τα πράγματα δεν είναι, έτσι, όπως φαίνονται;
Η δικαιολογία του απρόβλεπτου, δεν συνεχίζει να πείθει κανέναν. Τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια είχαν γίνει ορατά πολύ καιρό πριν. Η ρευστότητα των ταμείων στις επιχειρήσεις είχε μειωθεί αισθητά, οι τράπεζες δυσκολεύοταν να δανείσουν και οι χρηματιστηριακές εταιρείες κινούνταν σε ένα επίμονο κλίμα αμφισβήτησης. Στη δύνη του κυκλώνα είχαν μπει πλέον, για τα καλά, οι κυβερνήσεις των κρατών, που είχαν καταλάβει, αφενός πως δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να αντιμετωπίσουν την κατάσταση και αφετέρου πως ο κόσμος είχε σταματήσει να τρώει κουτόχορτο. Ένα συνοθύλευμα οικονομικών σκανδάλων και ανεξέλεγκτων επενδύσεων, μια φούσκα, που ήταν έτοιμη να σκάσει.
Στην αρχή πολλές επιχειρήσεις ανακοίνωναν μείωση των εσόδων και πτώση της κερδοφορίας τους, ενώ άλλες, περισσότερο υποψιασμένες, πωλούσαν τις μετοχές τους σε πολύ χαμηλές τιμές προκειμένου τα χρηματικά τους διαθέσιμα να μην εκλείψουν. Όσο περνούσαν οι ημέρες, το πρόβλημα γίνονταν εντονότερο. Ήταν πλέον φανερό πως οι εξελίξεις ήταν μη αναστρέψιμες. Όταν, πλέον, η κατάσταση ξέφυγε απ΄τον έλεγχο, οι απολύσεις χιλιάδων εργαζομένων έγιναν καθημερινό φαινόμενο και η πτώχευση εκατοντάδων εταιρειών, ανά τον κόσμο, πιο έντονη από ποτέ. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή. Το μενού περιλάμβανε κατασχέσεις, ποινικές διώξεις, σκάνδαλα και αυτοκτονίες. Φυσικά δεν έλειψαν τα συνηθισμένα έκτακτα συμβούλια και οι διαβεβαιώσεις των πολιτικών για ένα καλύτερο αύριο. Ήταν, όμως, πολύ αργά.
Το αποτέλεσμα της κρίσης ήταν τρομακτικό. Η ανεργία, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ που δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα, έφτασε στο υψηλότερο σημείο τα τελευταία χρόνια, ενώ η εγκληματικότητα έγινε σε πολλές περιπτώσεις, μη αντιμετωπίσημη. Κανείς όμως δεν μπορεί να πει πως δεν μπορούσαμε να το προβλέψουμε.
Ο Κομφούκιος έλεγε πως: «Σε μια χώρα που κυβερνιέται καλά, είναι ντροπή να είσαι φτωχός. Σε μια χώρα που κυβερνιέται κακά, είναι ντροπή να είσαι πλούσιος». Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση των golden boys, των ανθρώπων, δηλαδή, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στα χέρια των οποίων είχε συσσωρευτεί το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου. Δεν είναι μόνο, πως οι κυβερνήσεις ήταν δυσλειτουργικές, προωθώντας ασύμετρες ρυθμίσεις για τις κεφαλαιουχικές αγορές, αλλά ήταν φυσικό επόμενο, πως όταν οι επενδύσεις και οι αγορές αφορούσαν μόνο τους λίγους, θα οδηγούμασταν σ΄αυτό το σημείο.
Το να ψάξει κανείς τα αίτια αυτής της κρίσης δεν είναι εύκολο. Δεν μπορεί, καν, να τα κατηγοριοποιήσει με συνέπεια. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως οφείλονταν κατά κύριο λόγο στις υπερβολικές και λανθασμένες επενδύσεις, στη συγκέντρωση και τον έλεγχο του κεφαλαίου σε περιορισμένο αριθμό χρηματιστών, στα υπερεκτιμημένα κρατικά ομόλογα, όπως και στην αδυναμία των τραπεζών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Η αλήθεια είναι πως όλα αυτά μαζί δημιούργησαν ένα κακό κλίμα. Η σταγόνα που ξεχύλισε το ποτήρι ήταν ο ανεξέλεγκτος φόβος που διαχέονταν σε κάθε πλευρά του πλανήτη και διαδίδονταν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να προσέλθει στις τράπεζες ζητώντας να ρευστοποιήσουν τους λογαριασμούς τους από φόβο μήπως χάσουν τα χρήματά τους. Η εμπιστοσύνη είχε χαθεί. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε, πλέον, καταρρεύσει.
Παρόλα αυτά, ένα μεγάλο πρόβλημα δεν ήταν μόνο η οικονομική καταστροφή, αλλά το γεγονός πως η κρίση επηρέασε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Εκ των πραγμάτων τα χρήματα που θα δίνονταν στην παιδεία μειώθηκαν, στην υγεία το ίδιο. Οι άνθρωποι στους δρόμους ξεσηκώθηκαν και άλλοι έχασαν τα σπίτια τους. Σαν ένα σύνθετο ντόμινο που διατρέχει όλες τις χώρες και δεν μπορεί να σταματήσει.
Η ελπίδα, όμως, δεν χάνεται. Η κρίση θα περάσει, αυτό είναι σίγουρο. Έτσι συμβαίνει με την οικονομία, κάνει κύκλους. Σήμερα βρισκόμαστε σε ύφεση, αύριο σε άνοδο. Το θέμα είναι να μπορείς να τις ξεπερνάς. Σημασία έχει, οι καταστροφές που αφήνουν πίσω, να μπορούν να διορθωθούν. Η οικονομία δεν θα χρειαστεί να ξεκινήσει απ΄το μηδέν, κι αυτό οφείλεται στο ότι κάποιοι κινήθηκαν σωστά και έγκαιρα και αντιμετώπισαν την κρίση. Θα χρειαστεί όμως αρκετό διάστημα για να σταθεροποιηθεί πάλι σε υψηλό επίπεδο, επειδή κάποιοι άλλοι φέρθηκαν με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο.
Ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζωρτζ Μπους Τζ., σε ένα παραλήρημα ενθουσιασμού είχε πει κάποτε: «Εδώ έχουμε ένα εντυπωσιακό κοινό: τους έχοντες και τους έχοντες περισσότερα. Κάποιοι σας αποκαλούν ¨η ελίτ¨. Εγώ σας αποκαλώ ¨η βάση μου¨». Πού να ήξερε, τότε, πως σε τρεις προτάσεις θα συμπύκνωνε καλύτερα απ΄τον καθένα την πεμπτουσία της κρίσης. Πού να ήξερε, επίσης, πως ο πρώτος υπέυθυνος γι΄αυτή θα ήταν ο ίδιος. Αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι, το ήξερε.

4 Απριλίου 2011

Ένας κόσμος σύγχρονος

Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω φιγούρες σκυθρωπές και πρόσωπα κουρασμένα. Βλέπω ανθρώπους που ζουν για να δουλεύουν και δυσκολεύονται να απολαύσουν κάθε τι ευχάριστο γύρω τους. Δεν ξέρω αν πρόκειται για έναν καφέ με φίλους, μια βόλτα σε ηλιόλουστες διαδρομές ή μια νέα γνωριμία. Ξέρω όμως, πως ό,τι κι αν είναι, όποτε κι αν συμβεί, εκείνοι δεν θα το εκτιμήσουν. Γιατί όσο κι αν η παρουσία τους είναι εκεί, το μυαλό τους όχι. Κι όμως. Αυτή δεν είναι η αλήθεια που πιστεύω, δεν είναι η χώρα που ονειρεύομαι. Δεν είναι οι άνθρωποι που θέλω να αντικρίζω. "Με λυπεί η μορφή των, και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι", που έγραφε ο Καβάφης στα «Κεριά» του. Είναι σημεία των καιρών, όμως , κι αυτά και θα περάσουν. Όπως πέρασαν και τ΄άλλα. "Εμπρός κοιτάζω τ΄αναμμένα μου κεριά", δεν έλεγε ο ποιητής;
Φαντάσου τη ζωή του καθενός σαν ένα τρένο. Σε άλλους αναπτύσει ταχύτητα και φτάνει γρήγορα στον προορισμό του. Σε άλλους το ταξίδι διαρκεί περισσότερο. Σημασία έχει, το τέρμα που θα φτάσεις να είναι αυτό που ήθελες. Να ξέρεις πως το ταξίδι σου δεν πήγε στράφει. Πως όλα όσα έμαθες σε αντιπροσωπεύουν και όσα κράτησες σου ανήκουν. Μπορεί ο βρετανός φιλόσοφος Στίβεν Πίνκερ, εντελώς ειρωνικά, να τόνιζε πως: «Ο άνθρωπος γνωρίζει όλο και περισσότερα για όλο και λιγότερα. Στο τέλος θα γνωρίζει τα πάντα για το τίποτα» αλλά, αν το καλοσκεφτείς, ακόμα και το τίποτα είναι κάτι.
Μέσα σε όλα όμως, οι ιδέες αλλάζουν. Οι ίδιοι οι άνθρωποι αλλάζουν. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν γνωρίζει σύνορα. Ζει την κάθε μέρα ξεχωριστά, αναπνέει έντονα, αγαπάει με πάθος, ερωτεύεται παράφορα και νιώθει ολοκληρωμένος ακόμα κι αν δεν πετυχαίνει τους στόχους του. Που σε πείσμα των καιρών, ψηφίζει επειδή έχει άποψη κι όχι από συνήθεια. Που δεν καθοδηγούν τις ιδέες του, ούτε επηρεάζουν τη ζωή του. Μπορεί να συμβουλεύεται, να ρωτάει, να ενημερώνεται, αλλά δεν αφήνει άλλον να πάρει τις αποφάσεις γι΄αυτόν. Είναι εκείνος που θαυμάζει, εξίσου, τον Παρθενώνα των αιώνων και την Όπερα του Σίδνεϋ της μεγάλης φαντασίας. Που -παραμερίζοντας τις αποστάσεις- τη μια εβδομάδα απολαμβάνει την απερίγραπτη ομορφιά της Σαντορίνης και την άλλη, τις λαμπερές ακτές ενός τροπικού νησιού. Δεν είναι το μέρος ή τα χρήματα, αλλά η δύναμη του χαρακτήρα του και οι ορίζοντες της σκέψης.
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πια, πολίτης του κόσμου. Δεν αναγνωρίζει την Ελλάδα των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών του παρελθόντος, αλλά την όμορφη χώρα του μέλλοντος. Που με την ίδια ευκολία αγοράζει ένα ακριβό tuxedo και ένα φθαρμένο τζιν. Που φοράει τα ρούχα κι όχι τα ρούχα εκείνον. Που σκέφτεται με την λογική κι αποφασίζει με την καρδιά. Που ξέρει να κερδίζει με τρόπο και να χάνει με στυλ. Που θα ρίσκαρε τα πάντα για μια γυναίκα ακόμα κι αν τα έχανε όλα. Που αγαπάει και μισεί με πάθος. Που δεν συμβιβάζεται με κανόνες των άλλων, παρά, θέτει δικούς του. Που σκέφτεται με συνείδηση, όχι μόνο, το νερό της Ελλάδας, αλλά και το πράσινο του Αμαζονίου. Που θαυμάζει, τόσο τη ελληνική ομορφιά της Δούκισσας Νομικού όσο και την εξωτική της Αντριάνα Λίμα. Που συγκινείται με το πνεύμα της Μελίνας Μερκούρη και τη φωνή της Εντίθ Πιάφ. Που φέρεται με τρόπους και μιλάει με κύρος. Είναι εκείνος που αντιμετωπίζει τα προβλήματα με χιούμορ και τις δυσκολίες με αποφασιστικότητα. Μα κυρίως είναι εκείνος που σε πείσμα των καιρών, ακόμα και στις χαμένες στιγμές χαμογελάει. Ή μάλλον ιδίως σε αυτές.