written and directed by Chris Kar

28 Ιουνίου 2011

Το πρωτάθλημα είναι στημένο;

Μπα. Δεν είναι στημένο -δεν μπορεί να είναι στημένο. Γιατί αν ήταν θα το είχαμε διαβάσει στις αθλητικές εφημερίδες. Εκεί, δίπλα απ΄τους αποθεωτικούς τίτλους που καλωσόριζαν τους νέους Ζιντάν, ασχέτως αν στο εξάμηνο ήταν για γέλια. Ανάμεσα στα λόγια τα μεγάλα και στους προεδράρες που “δεν καταλάβαιναν τίποτα”. Υπήρχε χώρος εκεί. Υπήρχαν σελίδες, υπήρχε μελάνι. Δεν υπήρχε κουβέντα, όμως. Επειδή προφανώς όλα κρίνονταν μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου.

Δεν είναι στημένο. Γιατί οι πρόεδροι έχουν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους και σέβονται το fair play και την ουσία του αθλητισμού. Η αξία του ηττημένου δίνει δόξα στο νικητή. Κι εσύ μου λες πως επέλεγαν το νικητή και τον νικημένο. Δεν νομίζω. Αφού δεν είναι τέτοιοι άνθρωποι.

Δεν είναι στημένο γιατί στους κανόνες της ζωής, η κακιά εξαίρεση επιβεβαιώνει τον ηθικό κανόνα: για να στραβώσεις οτιδήποτε, πρέπει κάποτε να ήταν ίσιο. Εδώ μιλάμε ότι ψάχνουμε ίχνη γης σε απέραντη θάλασσα. Δεν γίνεται αυτό.

Δεν είναι στημένο. Γιατί αν ήταν, η πολιτεία θα είχε επιληφθεί του θέματος. Κάποιος απ΄την ΕΠΟ, τη Σουπερλίγκα, το υπουργείο θα είχε αναλάβει μια ευθύνη. Κάποιος, διάολε, θα είχε παραιτηθεί. Κάποιος Πάγκαλος της μπάλας θα χτύπαγε το χέρι στο τραπέζι και θα φώναζε: Μαζί τα στήσαμε! Αλλά τίποτα· σιγή.

Κυρίως όμως, δεν είναι στημένο, γιατί αν ήταν είσαι κι εσύ συνένοχος. Που έπαιζες στοίχημα ρωτώντας από δω κι από κει. Που αγόραζες εφημερίδες για να μάθεις το παρασκήνιο. Που χαμογελούσες κάθε φορά που μιλούσαν για δίκαιη νίκη. Που έβριζες και κυνηγούσες διαιτητές. Που ήξερες και δεν μιλούσες.

Οι ομάδες είναι ιδέες, έτσι δεν λένε; Έτσι λένε. Μια ιδέα είναι σπουδαία, όταν εμπνέει τον κόσμο. Στις ιδέες δεν στοιχηματίζεις. Δεν αφήνεις άλλους να τις πουλήσουν. Πάντοτε πίστευα πως ένας ηθικός δεν τρομοκρατείται: Σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ.

Έτσι κι αλλιώς, ως χώρα, τις πιο μεγάλες χαρές τις ζήσαμε ως ομάδα. Τα πιο μεγάλα προβλήματα τα αντιμετωπίζαμε ως ομάδα. Όλοι για έναν. Όταν θέλαμε να πιστέψουμε κάπου, πιστεύαμε στη δύναμη της ομάδας. Αφού η ομάδα είναι ιδέα, έτσι δεν λένε; Έτσι είναι. Κι οι ιδέες δεν στήνονται.

23 Ιουνίου 2011

Η ζωή που δεν έζησα

Θα μπορούσαν τα πράγματα να ήταν αλλιώς. Ξέρεις, να τα είχαμε βρει. Να είχαμε μια συνασπισμένη κυβέρνηση, να καταστρώναμε ένα σχέδιο εξόδου απ΄την κρίση της κοινωνίας. Κι αν φτάναμε ως εκεί θα βρίσκαμε και την έξοδο απ΄τη λιγότερο σημαντική κρίση· την οικονομική.

Γιατί αν το σκεφτείς λίγο πιο βαθιά, εκεί στα διάτρητα θεμέλια της χώρας, αν από κάτι έχουμε ανάγκη, αν για κάτι διαμαρτυρόμαστε κι αν για κάτι πλημμυρίζουμε εδώ και τριάντα μερόνυχτα την κεντρική πλατεία της χώρας, είναι η αίσθηση του δικαίου. Τα φάγαμε; Ναι τα φάγαμε! Αλλά, ρε διάολε, ούτ΄εκεί ήσουν δίκαιος -μ΄έριξες στη μοιρασιά.

Αλλά είμαστε σπόρος που δεν πεθαίνει, έτσι δεν είναι; Σ΄αυτή τη χώρα του μηδενός και του απείρου, τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη σημασία απ΄το να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα. Στο σημείο μηδέν του μέλλοντος μιας χώρας, δυο πολιτικοί αρχηγοί κοίταζαν το μέλλον μιας παράταξης. Ο ένας δεν ήθελε να μαρτυρούν τις συνομιλίες τους, λες και θα χανόταν το μυστικό. Ο άλλος ήθελε να είναι εκείνος ο αρχηγός του αρχηγού. Δεν υπάρχει αίσθηση της πραγματικότητας.

Κι ύστερα ξανάρθαν οι μέλισσες. Ήρθαν τα Μεσοπρόθεσμα προγράμματα κι οι ληξιπρόθεσμες ζωές. Σου ζητούν να ψηφίσεις αν προτιμάς να μια ετοιμόρροπη καθημερινότητα ή ατελείωτες υποθηκευμένες μέρες. Παράνοια, λένε, είναι η πεποίθηση πως με την επανάληψη των ίδιων μεθόδων θα πετύχεις διαφορετικό αποτέλεσμα. Αλλά ξέρεις κάτι: Βαρέθηκα.

Βαρέθηκα να περιμένω ένα καλύτερο μέλλον. Αφού δεν θα υπάρξει. Βαρέθηκα να λέω “δεν πειράζει”. Αφού, με πειράζει. Βαρέθηκα να ακολουθώ τον ίδιο δρόμο. Αφού ένα τρένο που βγαίνει απ΄τις ράγες, δεν προσπαθείς να το επαναφέρεις· το ξεχνάς. Βαρέθηκα, τις μέρες μου να τις περνώ σε μια πλατεία. Αφού προτιμώ τη θάλασσα. Βαρέθηκα, εσύ να είσαι εσύ κι εγώ να είμαι εγώ -θελώ εσύ να γίνεις μια φορά εγώ. Αφού δεν πρέπει να ανησυχείς, θα σε βγάλω εγώ απ΄την κρίση. Μα πιο πολύ βαρέθηκα να νιώθω πως κάτι μπορεί να γίνει κι όλο δεν γίνεται.

Αλλά, δεν βγάζει πουθενά. Ένας ξεθωριασμένος γαλανός κύκλος είναι. Μόνο, την επόμενη φορά που θα κοιτάξεις έξω απ΄το παράθυρο, στη θάλασσα, στο πάρκο, στην πλατεία, στα σπίτια, θυμήσου πως όλοι στον ίδιο υπόνομο ζούμε. Απλώς μερικοί από μας κοιτάζουν τα αστέρια. Λοιπόν, αυτό: προσπάθησε κι εσύ, να είσαι ένας από μας.

9 Ιουνίου 2011

Ημερολόγιο Συντάγματος

Πήγα στο Σύνταγμα για ν΄αγανακτήσω. Κι έβλεπα γύρω μου γνωστούς κι αγνώστους να διαμαρτύρονται, να τραγουδούν, να τρώνε και να πίνουν. Να φωνάζουν συνθήματα, να μουτζώνουν, να βρίζουν και να αναζητούν πολλά χαμένα δίκια. Εκατό χιλιάδες και βάλε, σε μια στριμωγμένη πλατεία που μετατράπηκε σε προπύργιο αντίδρασης και μια ντουζίνα γύρω δρόμους που φώναζαν κι εκείνοι παρόντες. Κι απέναντι μια ευτελισμένη -πάλευκη στους τοίχους και κατάμαυρη στην ψυχή- Βουλή να στέκει εναντίον όλων. Αλλά δεν τη λυπάσαι.

Νόμιζα πως ζούσα παρελθοντικές καταστάσεις. Ο κόσμος μούτζωνε σαν σε ασπρόμαυρη ελληνική ταινία. Χαρακτήρες που γελούσαν συζητώντας κοινωνικά θέματα κι έμοιαζαν βγαλμένοι από πεζογράφημα του Καραγάτση -το «10» στην πλατεία Συντάγματος. Στην ουσία, ξαναζούμε τη δεκαετία του ΄50. Απλώς, φοράμε λευκά allstar στα πόδια και κρατάμε iphone. Κατά τ΄άλλα, ο χρόνος γύρισε πίσω.

Αν κάτι έλειπε ήταν το σάουντρακ της βραδιάς. Πολλές μαζεμένες επιμέρους μουσικές, αλλά στην ουσία το συνονθύλευμα νοτών περισσότερο σε μπέρδευε παρά μπορούσε να σε εμπνεύσει. Ούτε Θεοδωράκης, ούτε Χατζιδάκις, ούτε Παπακωνσταντίνου. Λίγοι Radiohead έλειπαν. Και μια δυνατή φωνή να αντηχεί στους γύρω δρόμους: I’m a creep.

Κοιτούσες ψηλά βλέποντας τον έναστρο ουρανό και σκεφτόσουν πως εκείνη τη στιγμή αντιστεκόσουν για κάτι. Δεν ξέρω αν υπερίσχυε η αγανάκτηση του παρελθόντος ή η αβεβαιότητα του μέλλοντος, αλλά η ανθρώπινη αύρα σε γέμιζε αισιοδοξία. Κι η χαλαρή κουφόβραση, ιδρώτα. Σημάδι των καιρών.

Δεν κάθησα πολύ. Άναψα τσιγάρο και κοίταξα μ΄ένα μικρό μειδίαμα, ξανά, γύρω μου. Οι αντιθέσεις τις ζωής, εκείνη τη στιγμή, μου φάνηκαν τόσο αστείες: Τα πιο χλιδάτα ξενοδοχεία της πόλης κύκλωναν την πρώτη πλατεία κι ένα πλήθος που έβραζε για την κατάντια της χώρας του. Τράβηξα μια τελευταία τζούρα και μπήκα στο ταξί. Κι αν εκείνη τη στιγμή με ρωτούσαν, τί διάολο μου΄μεινε απ΄τη βραδιά, για κάτι ασπρόμαυρες μούτζες θα τους έλεγα. Και για ένα φεγγάρι.