written and directed by Chris Kar

26 Ιανουαρίου 2012

Το μεγάλο μετέωρο βήμα

  Ο Αγγελόπουλος ήταν ένας καλός σκηνοθέτης. Αργός, τελειοθήρας, σχεδόν ονειροπόλος. Αν μπορούσες να περιγράψεις το έργο του, θα έλεγες πως έμοιαζε με την πορεία των υπερσιβηρικών τρένων, μιας οδοντωτής εμπειρίας, αργοκίνητης και κουραστικής, που αν όμως κοιτάξεις έξω απ΄το παράθυρο, συναντάς εικόνες που μένουν ανεξίτηλες. Με χιονισμένα τοπία, απόκοσμες μελωδίες και μακρινούς πίνακες μιας ζωής που αν ποτέ υπήρξε, υπήρξε πάντα άγνωστη.
  Είναι σκηνοθέτες, κυρίως άνθρωποι που στην πορεία τους στην τέχνη και τη ζωή δεν έκαναν απαραιτήτως το επόμενο βήμα μεγαλύτερο απ΄το προηγούμενο. Ακολουθούσαν όμως μια παρεξηγημένη αλλά σταθερή πορεία χωρίς να αλλάζουν το παζλ. Ο Αγγελόπουλος προχωρούσε με βήμα μετέωρο, σχεδόν πελαργού, κοιτούσε το μέλλον παράξενα με το βλέμμα του ταξιδιώτη, ίσως του Οδυσσέα, απολάμβανε τη στιγμή όσο κι αν κρατούσε. Ξέρεις, ο χρόνος είναι σχετικός -για άλλους ένα δευτερόλεπτο, για άλλους μια αιωνιότητα και μια μέρα. Στην ουσία ο χρόνος των ταινιών του ήταν πάλι το γνωστό του τρένο. Εκείνο που σαν περνούσε άφηνε καπνό και σκόνη -τη σκόνη του χρόνου. Ο κόσμος όμως κυλιέται σ΄ένα λιβάδι. Λυπημένο ή χαρούμενο, καμιά σημασία δεν έχει. Έτσι κι αλλιώς τα πιο έντονα συναισθήματα, μόνο με βρισιές και κλάματα εκφράζονται. Γι΄αυτό εκείνο το λιβάδι πάντα δάκρυζε.
  Στην Ελλάδα, άλλοτε, τώρα, χρόνια μπρος και χρόνια πίσω, ζούσαμε ένα όνειρο. Πάντοτε το χαρακτηρίζαμε με περίεργους τίτλους και μακρόσυρτα πλάνα, χωρίς ποτέ να το καταλάβουμε πραγματικά. Θα μου πεις, όμως, τα όνειρα δεν είναι για να τα καταλαβαίνεις. Οι ταινιές μιμούνται της ζωή κι η ζωή τις ταινίες -κυρίως το δεύτερο.
  Τα φιλμ του Αγγελόπουλου δεν ήταν όλα ωραία· πολλά δεν ήταν καν ενδιαφέροντα. Ήταν όμως τίμια. Κι αν κάτι έλειπε ανέκαθεν απ΄την Ελλάδα ήταν η τιμιότητα. Γι΄αυτό και σε πείσμα των καιρών, τα μόνα πετυχημένα εξαγώγιμα στοιχεία μας ήταν εκείνα που ήταν τίμια. Αυτό του αναγνώρισαν παγκοσμίως, αυτό του χρεώσαμε εμείς. Μας έδειχνε εικόνες κοντινές και μακρινές, ουσιώδεις κι ανούσιες, μεγαλοπρεπείς και μίζερες. Αυτό που πάντα θέλαμε, κυνηγούσε αυτό που πάντα ήμασταν.
  Και κυρίως γιατί στην τελική, όποτε κοίταζες στα μάτια το ελληνικό μέλλον, παρέφραζες κάτι ωραίες προτάσεις που έβλεπες μόνο στις εικόνες του: Ρε Ελλάδα, μόνη σου εσύ, μόνος μου κι εγώ.
  Πάρε ένα μπισκότο.

2 Ιανουαρίου 2012

Η τέχνη μιας πόλης

Την ώρα που τα πυροτεχνήματα έσκαγαν πάνω απ΄το κεφάλι μου, σκεφτόμουν πως αν έπρεπε να περιγράψω την Αθήνα των τελευταίων χρόνων, στην ουσία της θα έμοιαζε με μια καλοβαμμένη γριά. Εκείνη η μακρινή θεία που ήρθε πριν χρόνια απ΄το χωριό, που αγάπησε και αγαπήθηκε, που γνώρισε την κοσμοπολίτικη ζωή, που παντρεύτηκε πλούσιους αλλά απατεώνες, που πέρασε καλύτερα απ΄όσο φαντάζονταν όλοι οι συγγενείς. Και που με μπότοξ και μακιγιάζ, με τις όχι και τόσο παλιές θύμησες, προσπαθεί να κρύψει τα σημάδια της.

Ξέρεις κάτι; όχι! Το πρόσωπο μιας χώρας που πέρασε τόσα κύματα όσο καμία άλλη στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία, εκείνης που οι ήρωες πολεμούσαν σαν τους πολίτες της, που επαναστάτησε στα αδύνατα, που πέρασε διχασμούς, παγκόσμιους, καταστροφές, χρεωκοπίες, χούντες, εμφυλίους, εκείνης που πήρε δυο λογοτεχνικά Νομπέλ, που έκανε έναν πλανήτη να χορεύει συγκεκριμένα βήματα, δεν αξίζει λύπηση.

Βλέπεις χρόνια να περνούν και θυμάσαι ευτυχισμένες μέρες. Που δεν φανταζόσουν το μέλλον σου σε καμία άλλη σύγχρονη μεγαλούπολη -ζούσες ήδη σε μια τέτοια, που πριν από δέκα χρόνια έβλεπες γέφυρες και στάδια να υψώνονται, που έμαθες να σε χειροκροτά όλη η παγκόσμια λογική, που έπιασες στα χέρια σου χαρτονομίσματα που δεν απεικόνιζαν τον Παπανικολάου, ούτε τον Κολοκοτρώνη, αλλά δεν σε ένοιαζε. Να σου πω κάτι: τίποτα απ΄όλα αυτά δεν έχει σημασία.

Περασμένες μου αγάπες, του καιρού χαλάσματα. Δεν ζεις για το παρελθόν, ούτε για το μέλλον. Ζεις για το σήμερα. Κινείσαι σε μια πόλη που παλιά έτρωγε στην αφρόκρεμα και τώρα τρώει βρόμικο στην πλατεία -χορταίνει, όμως, το ίδιο. Που παλιά ήταν γεμάτη φως και τώρα δεν έχει να το πληρώσει -τη μέρα, όμως, πάλι όμορφη φαίνεται. Που παλιά ήταν γεμάτη χλιδάτα μαγαζιά και τώρα πίνει τζιν σε μικρά μπαράκια -η γεύση του ποτού, όμως, παραμένει η ίδια. Και που πέρα και πάνω απ΄όλα ζούσε βραδιές σαν ραντεβού. Παλιά σε roof garden, τώρα με σποράκια στο παγκάκι. Δεν δίνω δεκάρα.

Τώρα βλέπω τη μεγαλη πολιτιστική ανάπτυξη. Αυτή που σε κάθε περίοδο κρίσης -οικονομικής ή κοινωνικής- αναβόσβηνε σαν φάρος. Αν το καλοσκεφτείς, σε μια ολοκαίνουρια τεθλιμμένη Μπελ Επόκ ζούμε. Σε μια απαράμιλη διάχυση ιδεών, σε τοίχους που μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής, με πλατείες που χορεύονται πάνω τους τανγκό, σε μουσικές που γεννιούνται στα μυαλά μιας γενιάς τόσο αδικημένης όσο καμία άλλη στην ιστορίας μιας χώρας, με κινηματογραφικά θέατρα και θεατρικές ταινίες, με μια μορφή αληθινής τέχνης. Με όσα μπορούν να γίνουν με πράγματα αναγκαία.

Κοίτα γύρω σου. Αυτή η πόλη έχει στυλ. Δεν είναι ούτε η πιο ήσυχη, ούτε η πιο έντιμη, ούτε η πιο όμορφη πόλη. Δεν έχει τη παραμικρή σημασία. Στις σχέσεις που θυμάσαι, η κοπέλα δίπλα σου δεν ήταν ούτε η πιο ήσυχη, ούτε η πιο έντιμη, ούτε η πιο όμορφη. Αλλά ήταν η δικιά σου. Κι αν το καλοσκεφτείς, αυτή η πόλη έχει μια κάποια ποίηση. Θα μου πεις, η ποίηση δεν έχει χρήμα. Αλλά, σάμπως και το χρήμα έχει ποίηση;