written and directed by Chris Kar

2 Αυγούστου 2012

Τρεις μήνες κι ένα καλοκαίρι


Το καλοκαίρι δεν ξεκινάει όταν μπει ο Ιούνιος. Ξεκινάει όταν αγοράσεις το πρώτο καρπούζι.

Είναι τρεις μήνες που δεν δουλεύεις, ακόμα κι αν δουλεύεις. Που ξεχνάς τα πριν και τα μετά. Που η γκρίζα πόλη μυρίζει θάλασσα. Ξέρεις, δεν υπάρχει πιο όμορφο θέαμα από ένα άδειο κέντρο· είναι η απόδειξη πως η χώρα ακόμη ζει. Πως οι άνθρωποι μέσα απ΄τα προβλήματα και τις δυσκολίες ανοίγουν διαδρόμους. Μπορεί να είναι μια φορά τη βδομάδα, μπορεί για μια ώρα ή για ατέλειωτα απογεύματα, για φτηνές κοκακόλες ή για δυνατά κοκτέιλ. Ο ήχος της παραλίας είναι η ζωή.

Δεν είναι μόνο τα παιδιά με τα κάστρα, οι φίλοι που κρατούν μπύρες κι η ξυπόλητη κοπέλα που περπατάει στις ουρανομήκεις ακρογυαλιές. Είναι τα λεπτά που δεν σε ενδιαφέρει αν είσαι Ευρώπη ή όχι -κανένα μνημόνιο δεν θα στο απαγορεύσει, είναι τα τσιγάρα κοιτώντας το μεσοπέλαγο, οι ποτισμένες με νερό ρακέτες. Είναι η άμμος που σου΄ρχεται στα μάτια. Ναι, κι αυτό.

Το καλοκαίρι το περιγράφεις με φρούτα -ροδάκινα και σταφύλια, το εγκλωβίζεις σε συναισθήματα -ζήλιες κι έρωτες, το μετράς σε στιγμές -ηρεμίας κι έντασης.

Υπάρχει μια αίσθηση που δεν ξεχνάς: ο ψυχρός αέρας που περνάει απ΄το παράθυρο σ΄ένα απογευματινό ντουζ. Αυτά τα δευτερόλεπτα που μπερδεύονται οι καιροί του Αυγούστου.

Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις γιατί υπάρχει αυτό το βαθύ γαλάζιο που πνίγει τα πάντα. Αυτό το χρώμα που δεν μπορεί να απεικονιστεί σε καμία φωτογραφία και κανέναν πίνακα. Γιατί αυτό το γαλάζιο το θυμάσαι μόνο εσύ: σε κάτι παιδικές διακοπές, σε κάτι τελειωμένες μπύρες, σε κάτι παρτίδες τάβλι. Το θυμάσαι στα απογευματινά γεύματα και στις άγνωστες συζητήσεις, στα μεγάλα και στα μικρά -κυρίως σ΄αυτά. Όταν χώρισες κι όταν γνωρίστηκες.

Μια φορά, δεν ξέρω πότε, θα σε ρωτήσουν ποιό είναι το καλύτερο καλοκαίρι σου. Και τότε θα περνούν μπροστά σου αναμνήσεις από δυο γαλάζια μάτια, από ζουμιά από καρπούζι, από αλατισμένα μαγιό, από παραψημένα γεμιστά, από φίλους παλιούς κι από γονείς να φωνάζουν χαμογελώντας -μπορεί να φωνάζεις εσύ χαμογελώντας. Πού ήσουν και πού βρίσκεσαι.

Εμένα με ρώτησαν. Και πράγματι το σκέφτηκα. Κι απάντησα αυτό, που στο απογευματινό ντουζ, ένας ψυχρός αέρας περνούσε απ΄το παράθυρο και μπέρδευα τον καιρό του Αυγούστου.

21 Ιουνίου 2012

Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί


Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που χωρίζει την επιτυχία απ´την καταστροφή. Τη μεγάλη πορεία απ´το διασυρμό. Η παγκόσμια ιστορία και κυρίως η παγκόσμια λογική ακολουθούν απαρέγκλιτα τον κανόνα που λέει πως μετά το φλας, σκοτάδι.

Στην Ελλάδα μάθαμε να ζούμε στα περιθώρια του τετραδίου: εκεί που γράφονται συνήθως τα πιο ωραία σχόλια αλλά που ποτέ δεν αποτελούν μέρος του κυρίως κειμένου.

Περιμένω τη στιγμή που η ταινία θα τελειώσει. Δεν με νοιάζει πώς, χαρούμενα ή λυπημένα. Έτσι κι αλλιώς τα happy end τα σιχάθηκα, δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Δεν θέλω να γίνουμε όπως παλιά, ούτε να διηγούμαι συνεχώς περασμένα μεγαλεία -δεν πρόκειται να κλάψω άλλωστε. Αυτό που περιμένω είναι αυτό που περιμένεις κι εσύ. Είναι το ίδιο με εκείνο που αναμένει η γενιά μου, η δική σου, των γονιών σου, των παιδιών σου. Δεν θέλω ποτέ πια στη ζωή μου να νιώθω ένοχος.

Ψηφίσαμε μνημόνια κι αντιμνημόνια, φυλακές κι επαναστάσεις, μέλλον και παρελθόν. Περπατήσαμε τόσα χιλιόμετρα και βρισκόμαστε στο ίδιο μέρος. Γιατί στην ουσία δεν θέλαμε ποτέ να ξεφύγουμε απ΄αυτό το μέρος. Έχει θάλασσα εδώ, ρε, έχει δέντρα. Εδώ δεν φοβόμαστε τίποτα. Εμείς έχουμε πολιτισμό, ρε. Έχουμε δημοκρατία, έχουμε θέατρο, έχουμε φιλοσοφία. Είμαστε εμείς κι όλοι οι άλλοι απέναντι. Τί θέλετε, επιτέλους; Τα νησιά μας; Το στυλ μας; Τις ζωές μας; Όλα και τίποτα. Αν δεν γράψεις το κυρίως κείμενο όμως, με τα σχόλια των περιθωρίων θα είσαι πάντα εκτός θέματος.

Δε λέω, δυσκολεύομαι να δεχτώ αυτό που βιώνω στα 24 μου. Εγώ αλλιώς μεγάλωσα, άλλα όνειρα είχα. Κι εσύ. Το ξέρω. Δεν μας είχε προετοιμάσει κανείς -κακώς. Ξέρεις τί, δε θέλαμε κιόλας. Ποιός θέλει ν´ ακούει για δυσάρεστα. Αλλά αν δεν ονειρευτείς, τί θα έχεις να περιμένεις; Αν δεν πιστέψεις στο αδύνατο, δεν θα το φτάσεις.

Κοίτα έξω απ´το παράθυρο: σε ήλιο και σε βροχή, σε αέρα και σε άπνοια, τα παιδιά συνεχίζουν να παίζουν. Και θα συνεχίζουν να παίζουν, όσο υπάρχουν δέντρα και θάλασσες.

Κι αν ακόμη δεν τα βρούμε, δεν χάθηκε ο κόσμος. Γιατί πάντα θα υπάρχει ο σπουδαιότερος τρόπος να λυθεί κάθε πρόβλημα. Πάντα θα υπάρχουν τρεις λέξεις που συμπυκνώνουν κάθε τύχη κι ατυχία. Κάθε μεγάλο και μικρό. Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί.

Εμείς περάσαμε τις πέτρες στους δρόμους, τα ψαλίδια στις ζωές και τα χαρτιά που δεν διάβασε κανείς. Μπορεί να είμαστε πίσω για λίγο. Ε, και. Αρχίζει νέο παιχνίδι τώρα. Και θα κερδίσουμε. Θα δεις.

25 Φεβρουαρίου 2012

Το μηδέν και το άπειρο

Ξέρεις τι; ο γιαλός μάλλον είναι στραβός. Γιατί εμείς τα έχουμε κάνει όλα σωστά. Ρίξαμε τις ευθύνες εκεί που έπρεπε, καλοπεράσαμε δίχως αύριο, μισήσαμε τους πάντες. Ακολουθήσαμε το δρόμο με τις πέντε λωρίδες -θέλαμε λεωφόρο. Δεν είχε σημασία αν οδηγούσε σε άλλο κόσμο. Έτσι κι αλλιώς, εμείς τους το διδάξαμε: το ταξίδι μετράει, όχι ο προορισμός. Καλά να περνάμε.

Υπάρχει μια γενιά τόσο αδικημένη, όσο καμία άλλη στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Αδικήθηκε απ΄τις προηγούμενες που της φόρτωσαν τα λάθη τους, αδικήθηκε απ΄τις συγκυρίες γιατί γεννήθηκε όταν δεν έπρεπε, αδικήθηκε απ΄το παρελθόν της γιατί έμαθε να ζει ακούγοντας για Χούντες, για Πολυτεχνεία, για Κατοχές. Μα πιο πολύ αδικήθηκε απ΄τον εαυτό της. Που ποτέ δεν πίστεψε σ΄αυτή όσο έπρεπε, που ποτέ δεν εκτίμησε τα χαρίσματά της. Μια γενιά πιο μορφωμένη, πιο ικανή και πιο αποφασισμένη από οποιαδήποτε άλλη.

Μου τη σπάει που δεν με εκτιμάνε. Που έχουν προκαταβάλλει πως «το μέλλον είναι δύσκολο» και κουνάνε το κεφάλι με σφιγμένα χείλη, δήθεν προβληματισμένοι. Είναι η στιγμή που σκέφτεσαι πως αν από δω και πέρα ένα δέντρο ανθίσει, δεν θα τους αφήσεις ούτε να πλησιάσουν. Εσύ προηγούμενη γενιά, δεν θέλω να με καταλάβεις, δεν θέλω να βοηθήσεις. Θέλω για μια φορά σ΄αυτή τη χώρα του μηδενός και του απείρου που δημιούργησες, να κάνεις στην άκρη.

Πάντα σκεφτόμουν αν τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα. Να σου πω κάτι: Δεν μπορεί να μην γίνουν καλύτερα. Πρέπει να γίνουν καλύτερα. Γιατί είμαστε φύσει αισιόδοξοι. Γιατί αν δεν ξεκινήσεις, δεν πρόκειται να φτάσεις. Γιατί τελικά υπάρχουν στιγμές που λες πως άξιζε η προσπάθεια. Είναι όπως σε κάτι πρώτα ραντεβού που όλη η βραδιά συμπυκνώνεται σ΄ένα φιλί.

Θαυμάζω όσους μεγαλώνουν στα χρόνια μου -στην εποχή μου. Είμαστε αυτό το ακριβό χαρτονόμισμα, που όσο κι αν το τσαλακώσεις, το πατήσεις, το σκίσεις, το υποτιμήσεις, το πετάξεις, πάντα θα το θες. Πάντα όλοι θα το θέλουν. Τί κι αν δεν είναι ονειρεμένα όλα. Κανέναν δεν ενδιαφέρει αν υπήρχε καλύτερο ή χειρότερο. Είθε να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς, δεν λένε;

Και πέρα απ΄τις σκέψεις, είμαστε τυχεροί. Τυχεροί γιατί ποτέ κανείς δεν θα μας απαγορεύσει να καπνίσουμε στη βροχή, να πιούμε καφέ σε παλιές ταράτσες, να ακούσουμε το Fade Out των Radiohead. Είμαστε τυχεροί γιατί ακόμα κι αν τίποτα δεν έρθει όπως φανταζόμαστε, πάντα θα μπορούμε να κολυμπήσουμε σε ερημικές παραλίες, να μιλήσουμε για κάτι χρόνια που πέρασαν και για κάτι κοπέλες με κόκκινο κραγιόν. Και κυρίως είμαστε τυχεροί γιατί αν τα καταφέρουμε, θα ζήσουμε εκείνο το φιλί του πρώτου ραντεβού. Θα μου πεις είναι ένα μέλλον ασπρόμαυρο. Ε και; Η πιο ωραία ιστορία του κόσμου, ήταν η Καζαμπλάνκα.

Και η Καζαμπλάνκα, ξέρεις, ήταν ασπρόμαυρη.

6 Φεβρουαρίου 2012

Η ζωή απλά

Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου να βλέπουν το κόσμο να γυρίζει και να κάνουν τα πάντα για να τον σταματήσουν. Να σκέφτονται με έναν τρόπο τόσο διαφορετικό, που μοιάζει απόμακρος. Απόμακρο συνήθως είναι εκείνο που δεν μπορείς να κατανοήσεις.

Μάθαμε να ζούμε σε έναν κόσμο που πάντα υποτιμούσε τους ικανούς. Λες και έπρεπε κάποιος άγραφος νόμος να λειτουργεί πάντα υπέρ της μετριοποίησης. Μεγαλώσαμε με μια σιγουριά για το μέλλον που θέλουμε. Πείστηκε μια νεολαία να γεμίσει με γιατρούς, δικηγόρους και καθηγητές. Να κοιτάζει ασκαρδαμυκτί μια σίγουρη θέση για καριέρα στα πιο υψηλά πατώματα. Να ανεβαίνει, να ανεβαίνει, να ανεβαίνει σκαλιά, για να καρφώσει την προσωπική του σημαία στην κορυφή. Μπας και μπορέσει να διακρίνει απ' εκεί καλύτερα την ευτυχία.

Θαυμάζω τους ανθρώπους που ακολούθησαν αυτό που πάντα ήθελαν. Υπάρχει μια ηλικία, που αναφέρεσαι σε πράγματα που θα μπορούσες να είχες κάνει, ρουφάς μια τζούρα απ΄το τσιγάρο και χαμογελώντας, λες: «Αλλά, δεν πειράζει». Αν μια γενιά θα μείνει στο τέλος, ξέρεις, είναι εκείνη που φώναξε: «Όχι ρε, πειράζει!».

Είναι εκείνοι που πίστεψαν σ΄αυτό που όλοι θεωρούσαν μικρό. Είναι σαν κάτι κείμενα που νόμιζαν πως θα άλλαζαν τον τρόπο που θα βιώναμε τη ζωή και τραγουδάγαμε τα πιστεύω μας. Είναι τρελοί όσοι πιστεύουν πως η τέχνη θα αλλάξει τον κόσμο. Είναι ακόμη πιο τρελοί, όμως, εκείνοι που πιστεύουν πως δεν θα τον αλλάξει. Κι η τέχνη, βλέπεις, είναι απλή.

Ξέρεις, απ΄τα πιο απλά πράγματα, μπορείς να δημιουργήσεις τις πιο όμορφες εικόνες -έτσι κι αλλιώς κάθε χρώμα, από τα τρία βασικά αποτελείται. Αν το καλοσκεφτείς, κι οι πιο ψηλοί ουρανοξύστες, από απλή άμμο είναι φτιαγμένοι. Οι πλέον σημαντικές στιγμές μιας ζωής είναι εκείνες που ποτέ δεν πίστευες πως θα συμβούν. Είναι οι βόλτες που προέκυψαν από ένα τηλεφώνημα, είναι οι έρωτες που γεννήθηκαν με μια ματιά -την πρώτη, είναι οι φιλίες που ξεκίνησαν από έναν καυγά, είναι ένας θάνατος έσπασε το γυάλινο κλουβί σου.

Δεν χρειάζεται όλα να είναι σημαντικά. Δεν πρέπει, στην ουσία να είναι. Και θα γελάς και θα κλαις, και θα πλουτίζεις και θα χρεοκοπείς. Αέναος κύκλος είναι. Δεν γνωρίζουμε που θα μας βγει. Ποτέ κανένας δεν γνώριζε. Η ποσότητα δεν συνάδει με την ποιότητα, λένε. Όπως όταν λες πως τα καλά κρατάνε λίγο, όπως τα ιδανικά είναι συνήθως δανεικά, όπως οι πιο όμορφες μουσικές έχουν μικρή διάρκεια, όπως τους μεγαλύτερους έρωτες τους συναντάς στις στροφές των ποιημάτων.

Ο κόσμος συνεχίζει να γυρνάει, γιατί αν σταματήσει, ο αέρας δεν θα της παίρνει πια τα μαλλιά. Γιατί το όνειρο δεν θα πραγματοποιηθεί, αν είσαι μονίμως ξύπνιος. Μείνε πεινασμένος, μείνε τρελός. Έτσι κι αλλιώς, τα ποιο ωραία συναισθήματα οφείλονται , κατά βάση, στα πιο ανούσια γεγονότα. Και πέρα και πάνω απ΄οτιδήποτε, γιατί αν χρόνια μετά, σε ρωτήσουν τί διάολο σου΄χει μείνει απ΄τη ζωή σου, για κάτι βράδια δίχως όνομα θα τους πεις. Και για κάτι νύχτες χωρίς σκοπό.

26 Ιανουαρίου 2012

Το μεγάλο μετέωρο βήμα

  Ο Αγγελόπουλος ήταν ένας καλός σκηνοθέτης. Αργός, τελειοθήρας, σχεδόν ονειροπόλος. Αν μπορούσες να περιγράψεις το έργο του, θα έλεγες πως έμοιαζε με την πορεία των υπερσιβηρικών τρένων, μιας οδοντωτής εμπειρίας, αργοκίνητης και κουραστικής, που αν όμως κοιτάξεις έξω απ΄το παράθυρο, συναντάς εικόνες που μένουν ανεξίτηλες. Με χιονισμένα τοπία, απόκοσμες μελωδίες και μακρινούς πίνακες μιας ζωής που αν ποτέ υπήρξε, υπήρξε πάντα άγνωστη.
  Είναι σκηνοθέτες, κυρίως άνθρωποι που στην πορεία τους στην τέχνη και τη ζωή δεν έκαναν απαραιτήτως το επόμενο βήμα μεγαλύτερο απ΄το προηγούμενο. Ακολουθούσαν όμως μια παρεξηγημένη αλλά σταθερή πορεία χωρίς να αλλάζουν το παζλ. Ο Αγγελόπουλος προχωρούσε με βήμα μετέωρο, σχεδόν πελαργού, κοιτούσε το μέλλον παράξενα με το βλέμμα του ταξιδιώτη, ίσως του Οδυσσέα, απολάμβανε τη στιγμή όσο κι αν κρατούσε. Ξέρεις, ο χρόνος είναι σχετικός -για άλλους ένα δευτερόλεπτο, για άλλους μια αιωνιότητα και μια μέρα. Στην ουσία ο χρόνος των ταινιών του ήταν πάλι το γνωστό του τρένο. Εκείνο που σαν περνούσε άφηνε καπνό και σκόνη -τη σκόνη του χρόνου. Ο κόσμος όμως κυλιέται σ΄ένα λιβάδι. Λυπημένο ή χαρούμενο, καμιά σημασία δεν έχει. Έτσι κι αλλιώς τα πιο έντονα συναισθήματα, μόνο με βρισιές και κλάματα εκφράζονται. Γι΄αυτό εκείνο το λιβάδι πάντα δάκρυζε.
  Στην Ελλάδα, άλλοτε, τώρα, χρόνια μπρος και χρόνια πίσω, ζούσαμε ένα όνειρο. Πάντοτε το χαρακτηρίζαμε με περίεργους τίτλους και μακρόσυρτα πλάνα, χωρίς ποτέ να το καταλάβουμε πραγματικά. Θα μου πεις, όμως, τα όνειρα δεν είναι για να τα καταλαβαίνεις. Οι ταινιές μιμούνται της ζωή κι η ζωή τις ταινίες -κυρίως το δεύτερο.
  Τα φιλμ του Αγγελόπουλου δεν ήταν όλα ωραία· πολλά δεν ήταν καν ενδιαφέροντα. Ήταν όμως τίμια. Κι αν κάτι έλειπε ανέκαθεν απ΄την Ελλάδα ήταν η τιμιότητα. Γι΄αυτό και σε πείσμα των καιρών, τα μόνα πετυχημένα εξαγώγιμα στοιχεία μας ήταν εκείνα που ήταν τίμια. Αυτό του αναγνώρισαν παγκοσμίως, αυτό του χρεώσαμε εμείς. Μας έδειχνε εικόνες κοντινές και μακρινές, ουσιώδεις κι ανούσιες, μεγαλοπρεπείς και μίζερες. Αυτό που πάντα θέλαμε, κυνηγούσε αυτό που πάντα ήμασταν.
  Και κυρίως γιατί στην τελική, όποτε κοίταζες στα μάτια το ελληνικό μέλλον, παρέφραζες κάτι ωραίες προτάσεις που έβλεπες μόνο στις εικόνες του: Ρε Ελλάδα, μόνη σου εσύ, μόνος μου κι εγώ.
  Πάρε ένα μπισκότο.

2 Ιανουαρίου 2012

Η τέχνη μιας πόλης

Την ώρα που τα πυροτεχνήματα έσκαγαν πάνω απ΄το κεφάλι μου, σκεφτόμουν πως αν έπρεπε να περιγράψω την Αθήνα των τελευταίων χρόνων, στην ουσία της θα έμοιαζε με μια καλοβαμμένη γριά. Εκείνη η μακρινή θεία που ήρθε πριν χρόνια απ΄το χωριό, που αγάπησε και αγαπήθηκε, που γνώρισε την κοσμοπολίτικη ζωή, που παντρεύτηκε πλούσιους αλλά απατεώνες, που πέρασε καλύτερα απ΄όσο φαντάζονταν όλοι οι συγγενείς. Και που με μπότοξ και μακιγιάζ, με τις όχι και τόσο παλιές θύμησες, προσπαθεί να κρύψει τα σημάδια της.

Ξέρεις κάτι; όχι! Το πρόσωπο μιας χώρας που πέρασε τόσα κύματα όσο καμία άλλη στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία, εκείνης που οι ήρωες πολεμούσαν σαν τους πολίτες της, που επαναστάτησε στα αδύνατα, που πέρασε διχασμούς, παγκόσμιους, καταστροφές, χρεωκοπίες, χούντες, εμφυλίους, εκείνης που πήρε δυο λογοτεχνικά Νομπέλ, που έκανε έναν πλανήτη να χορεύει συγκεκριμένα βήματα, δεν αξίζει λύπηση.

Βλέπεις χρόνια να περνούν και θυμάσαι ευτυχισμένες μέρες. Που δεν φανταζόσουν το μέλλον σου σε καμία άλλη σύγχρονη μεγαλούπολη -ζούσες ήδη σε μια τέτοια, που πριν από δέκα χρόνια έβλεπες γέφυρες και στάδια να υψώνονται, που έμαθες να σε χειροκροτά όλη η παγκόσμια λογική, που έπιασες στα χέρια σου χαρτονομίσματα που δεν απεικόνιζαν τον Παπανικολάου, ούτε τον Κολοκοτρώνη, αλλά δεν σε ένοιαζε. Να σου πω κάτι: τίποτα απ΄όλα αυτά δεν έχει σημασία.

Περασμένες μου αγάπες, του καιρού χαλάσματα. Δεν ζεις για το παρελθόν, ούτε για το μέλλον. Ζεις για το σήμερα. Κινείσαι σε μια πόλη που παλιά έτρωγε στην αφρόκρεμα και τώρα τρώει βρόμικο στην πλατεία -χορταίνει, όμως, το ίδιο. Που παλιά ήταν γεμάτη φως και τώρα δεν έχει να το πληρώσει -τη μέρα, όμως, πάλι όμορφη φαίνεται. Που παλιά ήταν γεμάτη χλιδάτα μαγαζιά και τώρα πίνει τζιν σε μικρά μπαράκια -η γεύση του ποτού, όμως, παραμένει η ίδια. Και που πέρα και πάνω απ΄όλα ζούσε βραδιές σαν ραντεβού. Παλιά σε roof garden, τώρα με σποράκια στο παγκάκι. Δεν δίνω δεκάρα.

Τώρα βλέπω τη μεγαλη πολιτιστική ανάπτυξη. Αυτή που σε κάθε περίοδο κρίσης -οικονομικής ή κοινωνικής- αναβόσβηνε σαν φάρος. Αν το καλοσκεφτείς, σε μια ολοκαίνουρια τεθλιμμένη Μπελ Επόκ ζούμε. Σε μια απαράμιλη διάχυση ιδεών, σε τοίχους που μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής, με πλατείες που χορεύονται πάνω τους τανγκό, σε μουσικές που γεννιούνται στα μυαλά μιας γενιάς τόσο αδικημένης όσο καμία άλλη στην ιστορίας μιας χώρας, με κινηματογραφικά θέατρα και θεατρικές ταινίες, με μια μορφή αληθινής τέχνης. Με όσα μπορούν να γίνουν με πράγματα αναγκαία.

Κοίτα γύρω σου. Αυτή η πόλη έχει στυλ. Δεν είναι ούτε η πιο ήσυχη, ούτε η πιο έντιμη, ούτε η πιο όμορφη πόλη. Δεν έχει τη παραμικρή σημασία. Στις σχέσεις που θυμάσαι, η κοπέλα δίπλα σου δεν ήταν ούτε η πιο ήσυχη, ούτε η πιο έντιμη, ούτε η πιο όμορφη. Αλλά ήταν η δικιά σου. Κι αν το καλοσκεφτείς, αυτή η πόλη έχει μια κάποια ποίηση. Θα μου πεις, η ποίηση δεν έχει χρήμα. Αλλά, σάμπως και το χρήμα έχει ποίηση;