written and directed by Chris Kar

2 Αυγούστου 2012

Τρεις μήνες κι ένα καλοκαίρι


Το καλοκαίρι δεν ξεκινάει όταν μπει ο Ιούνιος. Ξεκινάει όταν αγοράσεις το πρώτο καρπούζι.

Είναι τρεις μήνες που δεν δουλεύεις, ακόμα κι αν δουλεύεις. Που ξεχνάς τα πριν και τα μετά. Που η γκρίζα πόλη μυρίζει θάλασσα. Ξέρεις, δεν υπάρχει πιο όμορφο θέαμα από ένα άδειο κέντρο· είναι η απόδειξη πως η χώρα ακόμη ζει. Πως οι άνθρωποι μέσα απ΄τα προβλήματα και τις δυσκολίες ανοίγουν διαδρόμους. Μπορεί να είναι μια φορά τη βδομάδα, μπορεί για μια ώρα ή για ατέλειωτα απογεύματα, για φτηνές κοκακόλες ή για δυνατά κοκτέιλ. Ο ήχος της παραλίας είναι η ζωή.

Δεν είναι μόνο τα παιδιά με τα κάστρα, οι φίλοι που κρατούν μπύρες κι η ξυπόλητη κοπέλα που περπατάει στις ουρανομήκεις ακρογυαλιές. Είναι τα λεπτά που δεν σε ενδιαφέρει αν είσαι Ευρώπη ή όχι -κανένα μνημόνιο δεν θα στο απαγορεύσει, είναι τα τσιγάρα κοιτώντας το μεσοπέλαγο, οι ποτισμένες με νερό ρακέτες. Είναι η άμμος που σου΄ρχεται στα μάτια. Ναι, κι αυτό.

Το καλοκαίρι το περιγράφεις με φρούτα -ροδάκινα και σταφύλια, το εγκλωβίζεις σε συναισθήματα -ζήλιες κι έρωτες, το μετράς σε στιγμές -ηρεμίας κι έντασης.

Υπάρχει μια αίσθηση που δεν ξεχνάς: ο ψυχρός αέρας που περνάει απ΄το παράθυρο σ΄ένα απογευματινό ντουζ. Αυτά τα δευτερόλεπτα που μπερδεύονται οι καιροί του Αυγούστου.

Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις γιατί υπάρχει αυτό το βαθύ γαλάζιο που πνίγει τα πάντα. Αυτό το χρώμα που δεν μπορεί να απεικονιστεί σε καμία φωτογραφία και κανέναν πίνακα. Γιατί αυτό το γαλάζιο το θυμάσαι μόνο εσύ: σε κάτι παιδικές διακοπές, σε κάτι τελειωμένες μπύρες, σε κάτι παρτίδες τάβλι. Το θυμάσαι στα απογευματινά γεύματα και στις άγνωστες συζητήσεις, στα μεγάλα και στα μικρά -κυρίως σ΄αυτά. Όταν χώρισες κι όταν γνωρίστηκες.

Μια φορά, δεν ξέρω πότε, θα σε ρωτήσουν ποιό είναι το καλύτερο καλοκαίρι σου. Και τότε θα περνούν μπροστά σου αναμνήσεις από δυο γαλάζια μάτια, από ζουμιά από καρπούζι, από αλατισμένα μαγιό, από παραψημένα γεμιστά, από φίλους παλιούς κι από γονείς να φωνάζουν χαμογελώντας -μπορεί να φωνάζεις εσύ χαμογελώντας. Πού ήσουν και πού βρίσκεσαι.

Εμένα με ρώτησαν. Και πράγματι το σκέφτηκα. Κι απάντησα αυτό, που στο απογευματινό ντουζ, ένας ψυχρός αέρας περνούσε απ΄το παράθυρο και μπέρδευα τον καιρό του Αυγούστου.