written and directed by Chris Kar

2 Ιανουαρίου 2012

Η τέχνη μιας πόλης

Την ώρα που τα πυροτεχνήματα έσκαγαν πάνω απ΄το κεφάλι μου, σκεφτόμουν πως αν έπρεπε να περιγράψω την Αθήνα των τελευταίων χρόνων, στην ουσία της θα έμοιαζε με μια καλοβαμμένη γριά. Εκείνη η μακρινή θεία που ήρθε πριν χρόνια απ΄το χωριό, που αγάπησε και αγαπήθηκε, που γνώρισε την κοσμοπολίτικη ζωή, που παντρεύτηκε πλούσιους αλλά απατεώνες, που πέρασε καλύτερα απ΄όσο φαντάζονταν όλοι οι συγγενείς. Και που με μπότοξ και μακιγιάζ, με τις όχι και τόσο παλιές θύμησες, προσπαθεί να κρύψει τα σημάδια της.

Ξέρεις κάτι; όχι! Το πρόσωπο μιας χώρας που πέρασε τόσα κύματα όσο καμία άλλη στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία, εκείνης που οι ήρωες πολεμούσαν σαν τους πολίτες της, που επαναστάτησε στα αδύνατα, που πέρασε διχασμούς, παγκόσμιους, καταστροφές, χρεωκοπίες, χούντες, εμφυλίους, εκείνης που πήρε δυο λογοτεχνικά Νομπέλ, που έκανε έναν πλανήτη να χορεύει συγκεκριμένα βήματα, δεν αξίζει λύπηση.

Βλέπεις χρόνια να περνούν και θυμάσαι ευτυχισμένες μέρες. Που δεν φανταζόσουν το μέλλον σου σε καμία άλλη σύγχρονη μεγαλούπολη -ζούσες ήδη σε μια τέτοια, που πριν από δέκα χρόνια έβλεπες γέφυρες και στάδια να υψώνονται, που έμαθες να σε χειροκροτά όλη η παγκόσμια λογική, που έπιασες στα χέρια σου χαρτονομίσματα που δεν απεικόνιζαν τον Παπανικολάου, ούτε τον Κολοκοτρώνη, αλλά δεν σε ένοιαζε. Να σου πω κάτι: τίποτα απ΄όλα αυτά δεν έχει σημασία.

Περασμένες μου αγάπες, του καιρού χαλάσματα. Δεν ζεις για το παρελθόν, ούτε για το μέλλον. Ζεις για το σήμερα. Κινείσαι σε μια πόλη που παλιά έτρωγε στην αφρόκρεμα και τώρα τρώει βρόμικο στην πλατεία -χορταίνει, όμως, το ίδιο. Που παλιά ήταν γεμάτη φως και τώρα δεν έχει να το πληρώσει -τη μέρα, όμως, πάλι όμορφη φαίνεται. Που παλιά ήταν γεμάτη χλιδάτα μαγαζιά και τώρα πίνει τζιν σε μικρά μπαράκια -η γεύση του ποτού, όμως, παραμένει η ίδια. Και που πέρα και πάνω απ΄όλα ζούσε βραδιές σαν ραντεβού. Παλιά σε roof garden, τώρα με σποράκια στο παγκάκι. Δεν δίνω δεκάρα.

Τώρα βλέπω τη μεγαλη πολιτιστική ανάπτυξη. Αυτή που σε κάθε περίοδο κρίσης -οικονομικής ή κοινωνικής- αναβόσβηνε σαν φάρος. Αν το καλοσκεφτείς, σε μια ολοκαίνουρια τεθλιμμένη Μπελ Επόκ ζούμε. Σε μια απαράμιλη διάχυση ιδεών, σε τοίχους που μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής, με πλατείες που χορεύονται πάνω τους τανγκό, σε μουσικές που γεννιούνται στα μυαλά μιας γενιάς τόσο αδικημένης όσο καμία άλλη στην ιστορίας μιας χώρας, με κινηματογραφικά θέατρα και θεατρικές ταινίες, με μια μορφή αληθινής τέχνης. Με όσα μπορούν να γίνουν με πράγματα αναγκαία.

Κοίτα γύρω σου. Αυτή η πόλη έχει στυλ. Δεν είναι ούτε η πιο ήσυχη, ούτε η πιο έντιμη, ούτε η πιο όμορφη πόλη. Δεν έχει τη παραμικρή σημασία. Στις σχέσεις που θυμάσαι, η κοπέλα δίπλα σου δεν ήταν ούτε η πιο ήσυχη, ούτε η πιο έντιμη, ούτε η πιο όμορφη. Αλλά ήταν η δικιά σου. Κι αν το καλοσκεφτείς, αυτή η πόλη έχει μια κάποια ποίηση. Θα μου πεις, η ποίηση δεν έχει χρήμα. Αλλά, σάμπως και το χρήμα έχει ποίηση;